Выбрать главу

Στην πόρτα τούς υποδέχτηκαν άνδρες και γυναίκες που είχαν πάνω από ένα χρόνο να τους δουν, όλοι τους χαμογελαστοί και σκυθρωποί ταυτόχρονα, χαρούμενοι για την επιστροφή του νεαρού Μπέντγουιρ και θλιμμένοι που γινόταν κάτω από αυτές τις συνθήκες.

Η κατάσταση του Γκάχρις είχε χειροτερέψει, πληροφόρησαν τον Λούθιεν και, όταν αυτός ανέβηκε πάνω, στο δωμάτιο, βρήκε τον πατέρα του βουλιαγμένο στα μαξιλάρια ενός μεγάλου κρεβατιού.

Μόλις τον πλησίασε ο Λούθιεν, είδε ότι τα καστανά μάτια του Γκάχρις είχαν χάσει τη λάμψη τους. Τα πυκνά ασημόλευκα μαλλιά του είχαν κιτρινίσει, ενώ το ανεμοδαρμένο πρόσωπό του ήταν χλομό, ένα πρόσωπο που είχε περάσει αμέτρητες ώρες κάτω από τον ήλιο του Μπέντγουιντριν. Τα δυνατά μπράτσα του Γκάχρις Μπέντγουιρ ήταν τώρα πλαδαρά και το στήθος του έμοιαζε να έχει βουλιάξει κάνοντας τις πλάτες του να φαίνονται ακόμη φαρδύτερες, μολονότι όχι τόσο δυνατές πια. Ο Γκάχρις ήταν ψηλός, δέκα πόντους ψηλότερος από τον Λούθιεν, έχοντας το ίδιο ύψος με τον μεγαλύτερο γιο του, τον Ίθαν.

«Γιε μου», ψιθύρισε ο Γκάχρις και το πρόσωπό του φωτίστηκε, αλλά μόνο για μια στιγμή.

«Τι κάνεις στο κρεβάτι;» είπε ο Λούθιεν. «Υπάρχει τόση δουλειά! Έχουμε να φτιάξουμε ένα νέο βασίλειο».

«Ένα βασίλειο που θα είναι καλύτερο από ό,τι στην εποχή του Γκρινσπάροου», απάντησε ο Γκάχρις. Η φωνή του ήταν ψιθυριστή, μόλις που ακουγόταν. «Ακόμα καλύτερο από ό,τι ήταν πριν τον Γκρινσπάροου. Το ξέρω γιατί ο γιος μου θα πάρει μέρος στη δημιουργία του». Καθώς μιλούσε, έπιασε το χέρι του Λούθιεν. Το σφίξιμο του γέροντα ήταν απρόσμενα δυνατό, πράγμα που έδωσε κάποιες ελπίδες στον νέο.

«Είναι μαζί μου η Κατρίν», είπε ο Λούθιεν και, γυρίζοντας, της έκανε νόημα να πλησιάσει στο κρεβάτι. Το πρόσωπο του κόμη φωτίστηκε πάλι, σχεδόν ακτινοβολούσε.

«Ήθελα να ζήσω για να δω τα εγγόνια μου», είπε, και ο Λούθιεν κοκκίνισε περισσότερο από την Κατρίν. «Αλλά θα τους μιλήσετε εσείς για μένα».

Ο Λούθιεν πήγε να διαμαρτυρηθεί για αυτή την παραδοχή του Γκάχρις ότι πεθαίνει, αλλά τον πρόλαβε η Κατρίν. «Θα τους μιλήσω», υποσχέθηκε στον κόμη. «Θα τους πω για τον κόμη του Μπέντγουιντριν, που τον αγαπούσε ο λαός του και απάλλαξε το νησί από τους απαίσιους μονόφθαλμους!»

Ο Λούθιεν κοίταζε από τον ένα στον άλλο καθώς μιλούσε η Κατρίν, συνειδητοποιώντας ότι οι διαμαρτυρίες που ενδεχομένως προέβαλλε θα ήταν φανερά ψεύτικες και δεν θα προσέφεραν καμιά παρηγοριά στον Γκάχρις. Έπρεπε να παραδεχτεί την αλήθεια βαθιά μέσα του: ο πατέρας του ήταν ετοιμοθάνατος.

«Θα τους πείτε για τον Γκάχρις τον δειλό;» ρώτησε ο γέροντας. Κατάφερε να βγάλει ένα μικρό γέλιο. «Που υποτάχτηκε στη θέληση του Γκρινσπάροου. Και για τον Ίθαν… Ω, τον αγαπημένο μου Ίθαν! Μάθατε τίποτα;..

Η ερώτηση έπεσε στο κενό. Ο Γκάχρις, κοιτάζοντας την σκυθρωπή έκφραση του Λούθιεν, κατάλαβε ότι ο Ίθαν είχε χαθεί, ότι ο Λούθιεν δεν είχε μπορέσει να βρει τον αδελφό του.

»Αν τον δείτε ποτέ», συνέχισε ο Γκάχρις με ακόμη πιο σιγανή φωνή, «θα του πείτε για το τέλος της ζωής μου; Θα του πείτε ότι στο τέλος υπερασπίστηκα το δίκιο, το ελεύθερο Εριαντόρ;»

Η Κατρίν κοίταζε διαπεραστικά τον Λούθιεν καθώς περνούσαν οι στιγμές, συνειδητοποιώντας ότι ο αγαπημένος της αντιμετώπιζε ένα τρομερό δίλημμα εκείνη τη στιγμή, ένα σταυροδρόμι που μπορεί να καθόριζε τον δρόμο της ζωή του. Βρισκόταν ξανά μπροστά στον Γκάχρις και είχε μία μοναδική ευκαιρία να συγχωρήσει τον πατέρα του. Ο Γκάχρις χρειαζόταν τη συγχώρεσή του, αλλά ο Λούθιεν τη χρειαζόταν ακόμη περισσότερο.

Χωρίς να μιλήσει, ο Λούθιεν, τράβηξε τον Τυφλωτή και τον ακούμπησε στο κρεβάτι, πάνω στα πόδια του Γκάχρις.

«Γιε μου», είπε πάλι ο Γκάχρις κοιτάζοντας το οικογενειακό σπαθί με τα μάτια του βουρκωμένα.

«Το σπαθί της οικογένειας Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν. «Το σπαθί του κόμη Γκάχρις Μπέντγουιρ. Το σπαθί του πατέρα μου».

Η Κατρίν γύρισε από την άλλη σκουπίζοντας τα μάτια της. Ο Λούθιεν είχε περάσει τη μεγαλύτερη ίσως δοκιμασία της ζωής του.

«Θα πάρεις τη θέση μου όταν φύγω;» ρώτησε με ελπίδα ο Γκάχρις.

Όσο και αν ήθελε να παρηγορήσει τον πατέρα του, ο Λούθιεν δεν μπορούσε να αναλάβει αυτήν τη δέσμευση. «Πρέπει να επιστρέψω στο Κάερ Μακντόναλντ», είπε. «Η θέση μου είναι δίπλα στον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ».

Ο Γκάχρις φάνηκε να απογοητεύεται για μια στιγμή, μετά όμως έκανε ένα καταφατικό νεύμα αποδοχής. «Τότε πάρε το σπαθί», είπε, με φωνή που ήταν πιο δυνατή απ’ όσο την είχε ακούσει ο Λούθιεν αφότου μπήκε στο δωμάτιο, πιο δυνατή απ’ όσο είχε ακουστεί ποτέ εδώ και πολλές μέρες.

«Είναι δικό σου», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν.

«Αφού είναι δικό μου μπορώ να το δώσω», του απάντησε ο Γκάχρις. «Σε σένα, τον κληρονόμο μου. Μου έδωσες το δώρο της συγχώρεσής σου και το δέχτηκα, και τώρα θα δεχτείς κι εσύ από εμένα το οικογενειακό σπαθί, τώρα και για πάντα. Αυτή η υπόθεση με τον Γκρινσπάροου δεν έχει τελειώσει, γι’ αυτό ο Τυφλωτής θα είναι πολύ πιο χρήσιμος σ’ εσένα. Χτύπα για την οικογένεια Μπέντγουιρ, γιε μου. Χτύπα για το Εριαντόρ!»