Выбрать главу

Ο Λούθιεν, αφού σήκωσε με σεβασμό το σπαθί από το κρεβάτι, το έβαλε πάλι στη θήκη του. Το ξέσπασμα είχε εξαντλήσει τον Γκάχρις, έτσι ο Λούθιεν είπε στον πατέρα του να ξεκουραστεί κι έφυγε υποσχόμενος να γυρίσει πάλι αφού πλυθεί για ν’ απαλλαγεί από τη σκόνη και αφού φάει κάτι.

Κράτησε την υπόσχεσή του και πέρασε όλη τη νύχτα με τον πατέρα του μιλώντας για τις καλές εποχές, όχι για τις κακές, και για το παρελθόν όχι για το μέλλον.

Ο Γκάχρις Μπέντγουιρ, κόμης του Μπέντγουιντριν, πέθανε γαλήνια λίγο πριν τα χαράματα. Έχοντας γίνει ήδη οι απαραίτητες ετοιμασίες, το επόμενο βράδυ, αφού τοποθέτησαν τη σορό του περήφανου κόμη σ’ ένα μικρό πλοιάριο, το άφησαν να ανοιχτεί στην Θάλασσα Ντόρσαλ, η οποία είναι τόσο σημαντική για τη ζωή των κατοίκων της Νταν Βάρνα. Δεν είχε διοριστεί άμεσος διάδοχός του. Ο Λούθιεν επέλεξε έναν διαχειριστή των υποθέσεων του νησιού, έναν έμπιστο οικογενειακό φίλο, γιατί, όπως είχε εξηγήσει στον πατέρα του, ο ίδιος δεν μπορούσε να μείνει στην Νταν Βάρνα. Μεγαλύτερα και σημαντικότερα θέματα τον καλούσαν να επιστρέψει στο Κάερ Μακντόναλντ. Η θέση του ήταν δίπλα στον Μπριντ’Αμούρ, τον φίλο και βασιλιά του.

Ο Λούθιεν και η Κατρίν έφυγαν από την Νταν Βάρνα την επόμενη μέρα. Αναρωτιούνταν και οι δύο αν θα την ξανάβλεπαν ποτέ.

Η Κατρίν πρόσεξε αμέσως την αλλαγή στον Λούθιεν. Κοιμόταν καλά και, καθώς ταξίδευαν προς νότο, φτάνοντας στο Νταϊαμοντγκέιτ και μετά στο Εριαντόρ, δεν έδειχνε ανήσυχος ή προβληματισμένος.

Ανησυχούσε για τον Λούθιεν για ένα διάστημα, βλέποντας ότι δεν πενθούσε για τον θάνατο του πατέρα του. Στην αρχή δεν μπορούσε να το καταλάβει αυτό. Όταν έχασε εκείνη τον πατέρα της από μια θύελλα στη θάλασσα του Άβον, έκλαιγε επί δεκαπέντε μέρες. Ο Λούθιεν όμως είχε κλάψει ελάχιστα. Είχε βάλει στωικά το χέρι του στο στήθος του πατέρα του, καθώς ο Γκάχρις κειτόταν μέσα στο πλοιάριο και το έσπρωξε προς τα ανοιχτά, σαν να έσπρωχνε μαζί του και τον Γκάχρις από τις σκέψεις του.

Σιγά-σιγά όμως η Κατρίν κατάλαβε την αλήθεια και ησύχασε. Ο Λούθιεν δεν πενθούσε τώρα, επειδή είχε πενθήσει ήδη για τον Γκάχρις όταν αναγκάστηκε να φύγει από το Μπέντγουιντριν σαν παράνομος. Για τον Λούθιεν, ο Γκάχρις είχε πεθάνει τη μέρα που ο νεαρός Μπέντγουιρ έμαθε από τον Ίθαν την αλήθεια για τη δειλία του πατέρα τους. Και αργότερα, όταν η Κατρίν έφτασε στο Κάερ Μακντόναλντ με τον Τυφλωτή και το νέο ότι το Μπέντγουιντριν είχε επαναστατήσει ανοιχτά κατά του Γκρινσπάροου, ο Γκάχρις είχε ζωντανέψει και πάλι για τον γιο του.

Τώρα η Κατρίν καταλάβαινε ότι ο Λούθιεν έβλεπε τα τελευταία γεγονότα σαν μια απρόσμενη δεύτερη ευκαιρία, που του είχε δώσει τη δυνατότητα να αποχαιρετήσει τον εξιλεωμένο Γκάχρις. Το πένθος του Λούθιεν είχε τελειώσει πολύ πριν γονατίσει δίπλα στο κρεβάτι του ετοιμοθάνατου πατέρα του. Έτσι, τώρα τα μάτια του δεν έδειχναν πια γεμάτα πόνο. Ο Γκάχρις είχε βρει τη γαλήνη, και ο γιος του το ίδιο.

4

Τζάιμπι

Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν στεκόταν σοβαρός μπροστά στις επάλξεις του μοναστηριού του Τζάιμπι κοιτάζοντας από ψηλά τα νερά του κόλπου Μπέι Κόλθγουιν. Πάνω από εκατό σκάφη έπλεαν μέσα στην γκρίζα ομίχλη, αλιευτικά σκάφη του Κόλθγουιν τα περισσότερα, κάνοντας απεγνωσμένα ελιγμούς και έχοντας διαλύσει πια κάθε σχηματισμό. Το θέαμα έκανε τον γέρο-επίτροπο να αισθάνεται ακόμη μεγαλύτερο το βάρος της ευθύνης. Ήταν δικοί του άνθρωποι εκεί κάτω, άνδρες και γυναίκες που ακολουθούσαν την καθοδήγησή του και θα έδιναν και τη ζωή τους υπακούοντας στις διαταγές του. Γιατί, πραγματικά, ήταν απόφαση του επιτρόπου Μπαϊλίγουιν να βγουν τα αλιευτικά για να συναντήσουν τους εισβολείς, να απασχολήσουν τους άγριους Χιούγκοθ στα σκοτεινά και κρύα νερά, μακριά από το χωριό.

Τώρα το μόνο που μπορούσε να κάνει ο Μπαϊλίγουιν ήταν να κάθεται και να παρακολουθεί.

Οι καπετάνιοι των αλιευτικών προσπαθούσαν να μείνουν κοντά στα εχθρικά πλοία, ώστε να μπορεί το πλήρωμα να στείλει τα βέλη του στα σκάφη των Χιούγκοθ, αλλά οι ελιγμοί τους έπρεπε να είναι τέλειοι για να αποφεύγουν τα τρομερά υποβρύχια έμβολα των βαρβάρων. Κάθε τόσο, κάποιο από τα αλιευτικά δεν προλάβαινε να απομακρυνθεί ή ακινητοποιούνταν από ένα καπρίτσιο του ανέμου και τότε αντηχούσαν στον κόλπο ο φρικτός ήχος του ξύλου που σπάει, η φωνή του καπετάνιου που φώναζε διαταγές κι οι τρομοκρατημένες κραυγές των πολεμιστών.