«Είκοσι πέντε πλοία των Χιούγκοθ έχουν μπει στον κόλπο μέχρι τώρα», είπε ο αδελφός Τζέιμσις, που έστεκε δίπλα στον Μπαϊλίγουιν. «Δεν είναι παρά μια εκτίμηση», πρόσθεσε, όταν ο επίτροπος δεν απάντησε.
Ο Μπαϊλίγουιν συνέχιζε να μένει αμίλητος κι ακίνητος — μόνο τα πυκνά γκρίζα μαλλιά του ανέμιζαν από τον αέρα. Ο Μπαϊλίγουιν, έχοντας ξαναδεί τους Χιούγκοθ όταν ήταν μικρό παιδί, θυμόταν καλά τους ανελέητους, άγριους επιδρομείς. Εκτός από τους σκλάβους κωπηλάτες, είκοσι από κάθε πλευρά, τα πλοία τους συνήθως είχαν μέχρι και πενήντα πολεμιστές Χιούγκοθ με τις αστραφτερές ασπίδες τους βαλμένες στη σειρά τη μία δίπλα στην άλλη στο πάνω κατάστρωμα. Αυτό σήμαινε ότι αυτήν τη στιγμή είχαν εισβάλλει στον κόλπο πάνω από χίλιοι διακόσιοι Χιούγκοθ. Τα απλά αλιευτικά του Κόλθγουιν δεν μπορούσαν να αντιμετωπίσουν τα τρομερά πλοία των επιδρομέων. Το μόνο που μπορούσαν να ελπίζουν ήταν να καταφέρουν να προκαλέσουν αρκετή ζημιά με τα τόξα τους, ώστε να αποφασίσουν οι Χιούγκοθ να μην αποβιβαστούν.
«Ένα από τα πλοία τους έχει τη σημαία του Σκίπερ ανάποδα στο μπροστινό σχοινί», είπε σκυθρωπός ο Τζέιμσις και αυτήν τη φορά στο πρόσωπο του Μπαϊλίγουιν φάνηκε μια άθελη σύσπαση. Ο Άραν Τουμς κι όλοι οι ναυτικοί του Σκίπερ ήταν παλιοί και καλοί του φίλοι.
Ο Μπαϊλίγουιν κοίταξε το κατηφορικό μονοπάτι που οδηγούσε προς τον νότο φτάνοντας μέχρι το χωριό του Τζάιμπι. Ήδη πολλοί από τους χωρικούς, οι πιο ηλικιωμένοι και οι πιο μικροί, είχαν πάρει το μονοπάτι που ανέβαινε στο οχυρωμένο μοναστήρι. Οι πιο ικανοί άνδρες ήταν κάτω στις προβλήτες περιμένοντας για να βοηθήσουν τα πληρώματα των αλιευτικών όταν θα επέστρεφαν. Φυσικά ο μικρός στόλος δεν είχε βγει στη θάλασσα με σκοπό να νικήσει τους Χιούγκοθ, αλλά μόνο για να εξασφαλίσει λίγο χρόνο στους κατοίκους του χωριού, ώστε να προλάβουν να κλειστούν στα τείχη του μοναστηριού.
«Πόσα σκάφη έχουμε χάσει;» ρώτησε ο Μπαϊλίγουιν. Τώρα που οι χωρικοί είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν στο μοναστήρι, ο επίτροπος σκεφτόταν να δώσει εντολή να χτυπήσουν την μεγάλη καμπάνα του χωριού καλώντας έτσι πίσω τα αλιευτικά.
Ο Τζέιμσις σήκωσε τους ώμους. Δεν είχε σίγουρη απάντηση. «Υπάρχουν δικοί μας στο νερό», είπε βλοσυρός.
Ο Μπαϊλίγουιν κοίταξε πάλι στον κόλπο. Ευχήθηκε να καθάριζε ο ουρανός έστω για μια στιγμή μόνο ώστε να μπορέσει να σχηματίσει μια καλύτερη εικόνα της ναυμαχίας, μολονότι ήξερε ότι η ομίχλη στην πραγματικότητα ήταν μια ευλογία για τους κατοίκους του Κόλθγουιν. Οι ψαράδες γνώριζαν αυτά τα νερά σπιθαμή προς σπιθαμή, μπορούσαν να τα διασχίσουν στα τυφλά χωρίς να πλησιάσουν στα ρηχά ή στον ύφαλο της περιοχής, μια μακριά σειρά από κοφτερά βράχια που διέσχιζαν σε ίσια γραμμή τον κόλπο ξεκινώντας λίγο πιο βόρεια από το μοναστήρι. Οι Χιούγκοθ ήταν κι αυτοί άνθρωποι της θάλασσας, αλλά έπλεαν σε άγνωστα νερά.
Ο Μπαϊλίγουιν δεν έδωσε εντολή να χτυπήσουν την καμπάνα. Έπρεπε να εμπιστευθεί τους ψαράδες, τους κυρίαρχους του κόλπου. Και έτσι η ναυμαχία συνεχίστηκε.
Οι φωνές δυνάμωναν.
Οι περήφανοι ψαράδες συνέχιζαν πεισματικά την αντίσταση κάνοντας ελιγμούς γύρω από τα μεγαλύτερα πλοία των Χιούγκοθ, με τα σκάφη τους να δουλεύουν σε ζευγάρια, ώστε αν ένα εχθρικό σκάφος έστριβε για να επιτεθεί σε ένα αλιευτικό, το δεύτερο έβρισκε ανοιχτό το πεδίο για να σαρώσει το κατάστρωμα με βέλη. Παρ’ όλα αυτά, όμως, οι ψαράδες έβλεπαν ότι δεν καταφέρνουν να προκαλέσουν σοβαρές ζημιές στον εχθρό. Μια ντουζίνα πλοία του Κόλθγουιν είχαν κιόλας βουλιάξει, ενώ οι Χιούγκοθ δεν είχαν χάσει ούτε ένα.
Αυτό ακριβώς σκεφτόταν με μεγάλη ανησυχία ο καπετάνιος Λίρι του αλιευτικού Φινγουόκερ. Ταλαιπωρούσαν τους Χιούγκοθ, τους έριχναν βροχή τα βέλη και ίσως τραυμάτιζαν ή σκότωναν μερικούς, αλλά η έκβαση της σύγκρουσης φαινόταν προδιαγεγραμμένη. Όσο περισσότερα σκάφη έχαναν οι υπερασπιστές του Κόλθγουιν, τόσο πιο γρήγορα θα έχαναν κι άλλα. Όταν θα βούλιαζαν ακόμα δέκα αλιευτικά, εκείνα που θα απέμεναν θα είχαν πολύ μικρότερη υποστήριξη, με αποτέλεσμα πολύ γρήγορα τα πράγματα να φτάσουν στο σημείο όπου οι ψαράδες θα αναγκάζονταν να γυρίσουν στο λιμάνι, να πηδήσουν όπως-όπως από τα πλοία τους και να ανεβούν τρέχοντας το μονοπάτι για το μοναστήρι.
Οι ψαράδες χρειάζονταν μια θεαματική, θετική ενέργεια, να στείλουν ένα τουλάχιστον από τα απόρθητα πλοία των Χιούγκοθ στον πάτο της θάλασσας. Πώς όμως; Προφανώς δεν μπορούσαν να καταφέρουν κάτι τέτοιο με βέλη, ενώ αν προσπαθούσαν να εμβολίσουν κάποιο εχθρικό πλοίο, το αποτέλεσμα θα ήταν να βουλιάξει το αλιευτικό που θα έκανε μια τέτοια απόπειρα.
Καθώς ο καπετάνιος Λίρι ήταν βυθισμένος σε σκέψεις, το Φινγουόκερ πέρασε δίπλα από ένα πλοίο των Χιούγκοθ, αρκετά κοντά ώστε να δει ο καπετάνιος το έμβολο του εχθρικού σκάφους κάτω από το νερό. Οι βάρβαροι όμως έστριβαν εκείνη τη στιγμή, οπότε ήταν αδύνατο να τους εμβολίσουν. Έτσι το πλήρωμα του Φινγουόκερ κατάφερε να στείλει ένα σμήνος από βέλη, ενώ δέχτηκε ελάχιστα από τους βαρβάρους καθώς το αλιευτικό προσπερνούσε τους επιδρομείς.