Ο Λίρι κοίταξε τη γυναίκα στο τιμόνι. «Βόρεια», της είπε.
Η τιμονιέρισσα, η Τζίνι Μπινς, κοίταξε πάνω από τον ώμο της το πλοίο των Χιούγκοθ και τα δύο αλιευτικά που συνεργάζονταν με το Φινγουόκερ. Αν έστριβε βόρεια, θα άφηνε πίσω τα άλλα δύο πλοία του Κόλθγουιν, γιατί το ένα είχε νοτιοανατολική ρότα και το άλλο δυτική. Οι Χιούγκοθ, από την άλλη μεριά, ήταν στραμμένοι προς βορρά και, με τα σαράντα κουπιά του σκάφους τους, γρήγορα θα άρχιζαν να τους καταδιώκουν.
«Βόρεια», είπε πάλι ο Λίρι αποφασισμένα και η τιμονιέρισσα υπάκουσε.
Όπως ήταν φυσικό, το πλοίο των Χιούγκοθ τους ακολούθησε και, παρ’ όλο που ο άνεμος φυσούσε από τα νοτιοανατολικά φουσκώνοντας τα πανιά του Φινγουόκερ, οι βάρβαροι τους ακολουθούσαν ήδη κατά πόδας. Μα το χειρότερο ήταν πως, όταν άφησαν πίσω τους τον γενικό χώρο της ναυμαχίας και τα άλλα δύο αλιευτικά, οι Χιούγκοθ σήκωσαν το τετράγωνο πανί τους αποφασισμένοι να προλάβουν το σκάφος και να το βυθίσουν.
Ο Λίρι, αφού είπε στους τοξότες του να συνεχίσουν να ρίχνουν, έδωσε στην τιμονιέρισσα την πορεία που ήθελε.
Η Τζίνι Μπινς τον κοίταξε άναυδη όταν κατάλαβε τον σκοπό του καπετάνιου. Ο Λίρι ήθελε να στρίψει ώσπου να βγουν σχεδόν από τον κόλπο και να επιστρέψει με νότια κατεύθυνση περνώντας πολύ κοντά στην ακτή.
Της ζητούσε να περάσει από τον ύφαλο!
Η πλημμυρίδα ήταν ψηλά και τα βράχια σχεδόν αόρατα. Υπήρχε ένα στενό άνοιγμα στον ύφαλο —το Νίκερς Σλιπ, όπως το έλεγαν— απ’ όπου μπορούσε να περάσει ένα πλοίο όταν ήταν τόσο ψηλά τα νερά, αλλά δεν θα ήταν καθόλου εύκολο να βρει το μικρό κενό τώρα, καθώς τα βράχια καλύπτονταν από τη θάλασσα.
«Ταξιδεύεις σε αυτά τα νερά δέκα χρόνια», της είπε ο Λίρι, όταν είδε την αβεβαιότητά της. «Θα βρεις το Σλιπ, αλλά οι Χιούγκοθ θα έχουν στρίψει στο εσωτερικό της ημικυκλικής πορείας μας και θα βρίσκονται δίπλα μας, καθώς θα μας κυνηγούν. Δεν θα χωρέσουν στο άνοιγμα, θα βρίσκεται σε ελεύθερα νερά μόνο η δεξιά πλευρά του σκάφους τους». Ο Λίρι της έκλεισε το μάτι. «Να δούμε, μετά, πόσο καλά πλέει μισό πλοίο των Χιούγκοθ».
Η Τζίνι Μπινς πάτησε γερά στα πόδια της σφίγγοντας πιο δυνατά το τιμόνι, με το ανεμοδαρμένο πρόσωπό της σκυθρωπό και αποφασισμένο. Είχε περάσει από το Νίκερς Σλιπ δύο φορές: μια φορά όταν ο Λίρι ήθελε να της το δείξει, απλά και μόνο για να της αποδείξει ότι είναι καλή στο τιμόνι, και μια δεύτερη φορά σε ένα στοίχημα, όταν είχε μπει στον κόλπο μια φάλαινα και είχε γίνει ένα πολύ ξέφρενο πάρτι. Και στις δύο περιπτώσεις όμως τα νερά ήταν πιο χαμηλά, που σημαίνει ότι οι ύφαλοι φαίνονταν καλύτερα, ενώ τα πλοία ήταν πιο ελαφρά, με επίπεδη καρίνα και βύθισμα μικρότερο από ένα μέτρο. Το Φινγουόκερ, ένα από τα μεγαλύτερα αλιευτικά εδώ, στα βόρεια του κόλπου, είχε δύο μέτρα βύθισμα οπότε μπορεί να έβρισκε στα βράχια ακόμη και τώρα που το νερό ήταν ψηλά. Όμως το χειρότερο για την Τζίνι ήταν η ομίχλη, που κατά διαστήματα γινόταν πιο πυκνή και της έκρυβε τα σημεία αναφοράς.
Όταν το σκούρο περίγραμμα του μοναστηριού χάθηκε πάνω από τον αριστερό της ώμο, η Τζίνι Μπινς άρχισε μια ανοιχτή κυκλική πορεία εκατόν ογδόντα μοιρών, που θα έστρεφε πάλι το πλοίο προς νότο. Όπως είχε προβλέψει ο Λίρι, οι Χιούγκοθ έστριψαν μπαίνοντας στο εσωτερικό της κυκλικής ρότας του αλιευτικού για να κόψουν δρόμο, αρχίζοντας να πλησιάζουν από αριστερά. Τώρα οι τοξότες των Χιούγκοθ είχαν καλύτερη οπτική γωνία με αποτέλεσμα το Φινγουόκερ να δεχτεί μια ανελέητη βροχή από βέλη, απλά και φλεγόμενα.
Δύο ναύτες έπεσαν νεκροί. Ένας τρίτος, που προσπαθούσε να σβήσει μια φωτιά στο κατάρτι, γλίστρησε στη θάλασσα και χάθηκε χωρίς να βγάλει άχνα. Ο Λίρι δέχτηκε ένα βέλος στο μπράτσο.
«Συνέχισε!» φώναξε ο καπετάνιος στην Τζίνι.
Εκείνη δεν γύρισε για να δει τους διώκτες τους, παύοντας να προσέχει τις φωνές των Χιούγκοθ καθώς τους πλησίαζε το πλοίο των βαρβάρων. Ο άνεμος δεν ευνοούσε το Φινγουόκερ πια, η στροφή τους τον είχε φέρει στα δεξιά της πλώρης. Τα πανιά είχαν όσο πιο βολική γωνία γινόταν και το αλιευτικό προχωρούσε καλά, αλλά οι Χιούγκοθ κατέβασαν τελείως το πανί τους ακολουθώντας τους μόνο με τα κουπιά.
Τα βέλη συνέχισαν να έρχονται βροχή χτυπώντας κι άλλα μέλη του πληρώματος. Η Τζίνι τώρα άκουγε τις φωνές, άκουγε ακόμη και το χτύπημα του τύμπανου που έδινε τον ρυθμό στους σκλάβους κωπηλάτες, στο εσωτερικό του εχθρικού πλοίου.