Η Χιούγκοθ άρχισαν να τους φωνάζουν πειράγματα κι απειλές, σίγουροι ότι έχουν το αλιευτικό στο χέρι τους.
Η Τζίνι δεν έδινε σημασία, συγκέντρωσε όλη την προσοχή της στην ακτή, που τα κύρια σημεία της μόλις διακρίνονταν μέσα από την πυκνή ομίχλη. Ξέροντας ότι υπήρχε μια προεξοχή στα βράχια η οποία έδειχνε τη θέση των υφάλων, την έφερε στον νου της προσπαθώντας να θυμηθεί πού ακριβώς την είχε δει στις δύο περιπτώσεις που είχε περάσει από το Νίκερς Σλιπ. Επικέντρωσε την προσοχή της επίσης στο καμπαναριό του μοναστηριού και στη μυτερή στέγη της αίθουσας συγκεντρώσεων του χωριού. Έπρεπε να υπολογίσει την πορεία τους έτσι ώστε οι δύο πύργοι να έχουν τρία δάχτυλα απόσταση μεταξύ τους, τη στιγμή που το Φινγουόκερ θα περνούσε μπροστά από την προεξοχή και θα έμπαινε στη γραμμή των υφάλων.
Ο Λίρι ξεφώνισε κι έπεσε στα γόνατα δίπλα της κρατώντας το ματωμένο μέτωπό του. Λίγο πιο κάτω η Τζίνι είδε το βέλος που τον είχε τραυματίσει καρφωμένο βαθιά στην κουπαστή του Φινγουόκερ, με το πίσω μέρος του να πάλλεται ακόμη.
«Κράτα το σταθερά», είπε ο Λίρι. «Κράτα το…» Και σωριάστηκε στο κατάστρωμα.
Η Τζίνι άκουγε τα κουπιά να παφλάζουν στο νερό. Γύρω της άρχισε να υψώνεται καπνός, καθώς όλο και περισσότερα φλεγόμενα βέλη έβρισκαν τον στόχο τους. Άκουσε έναν Χιούγκοθ να φωνάζει —να της φωνάζει!— φανερά ενθουσιασμένος που έβλεπε ότι υπήρχε μια γυναίκα πάνω στο αλιευτικό.
Η Τζίνι δεν άντεξε άλλο, κοίταξε πίσω και είδε δυο πελώριους Χιούγκοθ να στέκονται στην μπροστινή άκρη του πλοίου τους, έτοιμοι να πηδήσουν πάνω στο Φινγουόκερ. Το σκάφος των Χιούγκοθ δεν μπορούσε να πλευρίσει το Φινγουόκερ γιατί υπήρχαν τα κουπιά, που δημιουργούσαν τέτοια απόσταση ανάμεσα στα δύο πλοία ώστε οι βάρβαροι δεν γινόταν να πηδήσουν. Αν όμως πλησίαζαν από πίσω και στο πλάι, η πλώρη του εχθρικού πλοίου θα σίμωνε στο αλιευτικό σε απόσταση μερικών μέτρων.
Δεν απείχαν πολύ από αυτήν τη θέση τώρα, γι’ αυτό η Τζίνι αναρωτήθηκε γιατί οι σύντροφοί της δεν σκοτώνουν τους δυο θρασείς εχθρούς. Μετά συνειδητοποίησε με φρίκη ότι δεν υπήρχε κανείς στο Φινγουόκερ που θα μπορούσε να τους ρίξει. Οι περισσότεροι κείτονταν νεκροί ή τραυματισμένοι στο κατάστρωμα, ενώ όσοι μπορούσαν να κινηθούν ακόμη, ήταν πολύ απασχολημένοι να παλεύουν με τις φλόγες!
Η Τζίνι γύρισε πάλι το βλέμμα της στον ύφαλο και στην ακτή. Υπολόγισε τη γωνία πλεύσης και έκανε μια μικρή προσαρμογή μεγαλώνοντας κατά μερικά μέτρα την απόσταση του Φινγουόκερ από τους Χιούγκοθ.
Είδε την προεξοχή και σήκωσε ενστικτωδώς το χέρι της. Το έφερε ανάμεσα στο καμπαναριό και στον πύργο του κεντρικού κτιρίου του χωριού μαζεύοντας το μικρό δάχτυλο και τον αντίχειρα.
Τρία δάχτυλα — σχεδόν.
Το Φινγουόκερ έτριξε με έναν τρανταγμό, η δεξιά πλευρά του ξυνόταν πάνω στα βράχια. Το σκάφος έγειρε αλλά κατάφερε να περάσει και, παρ’ όλο που σίγουρα είχε πάθει σοβαρές βλάβες, τουλάχιστον είχε αφήσει ήδη πίσω του τον ύφαλο.
Το πλοίο των Χιούγκοθ δεν τα πήγε τόσο καλά. Καθώς έπεσε στα βράχια με την πλώρη, το τράνταγμα το πέταξε δεξιά. Η κεκτημένη ταχύτητα το έκανε να συνεχίσει την πορεία του, με τα κουπιά της αριστερής πλευράς να σπάνε και όλο το σκάφος να στρίβει επιτόπου. Το Νίκερς Σλιπ ήταν στενό, έτσι, ενώ το εικοσάμετρο πλοίο γύριζε, η πρύμνη του έπεσε με το πλάι πάνω στον ύφαλο από την άλλη μεριά του περάσματος. Χιούγκοθ έπεφταν στη θάλασσα κατά δεκάδες και οι σκλάβοι στα κουπιά δεν είχαν καλύτερη τύχη, καθώς το μεγάλο σκάφος κόπηκε στη μέση για να το καταπιούν γρήγορα τα σκοτεινά κύματα.
Η Τζίνι δεν είδε τίποτε από όλα αυτά, άκουσε όμως τις ζητωκραυγές των μελών του πληρώματος που ήταν ακόμη όρθια. Έστριψε το Φινγουόκερ δεξιά με κατεύθυνση προς την ακτή, γιατί ήξερε ότι το σκάφος παίρνει νερά, οπότε δεν μπορούσε να συμμετάσχει πια στη ναυμαχία.
Το μικρό αλιευτικό είχε πετύχει τον στόχο του, το σημαντικότερο όμως ήταν ότι η τόλμη κι ο ηρωισμός του Φινγουόκερ δεν πέρασαν απαρατήρητα ούτε από τους ψαράδες του κόλπου ούτε από τους επιδρομείς. Ο Λίρι είχε αποφασίσει να εκτελέσει αυτό τον ελιγμό, επειδή πίστευε και ήλπιζε ότι οι Χιούγκοθ δεν είχαν σκοπό να κάνουν κανονική εισβολή αλλά να δοκιμάσουν την άμυνα του Τζάιμπι. Σίγουρα ήθελαν να καταλάβουν την πόλη, όμως ο Λίρι δεν πίστευε ότι διέθεταν αρκετές δυνάμεις ώστε να πολιορκήσουν το μοναστήρι, γι’ αυτό μάλλον δεν είχαν σκοπό να μείνουν για πολύ.
Όπως αποδείχτηκε, ο Λίρι είχε δίκιο. Οι Χιούγκοθ δεν περίμεναν να έχουν σημαντικές απώλειες και, σίγουρα, δεν πίστευαν ότι θα έχαναν ένα ολόκληρο πλοίο. Έτσι, λίγο μετά το περιστατικό, στρεφόμενοι προς τα ανοιχτά, χάθηκαν μέσα στην ομίχλη.