Выбрать главу

Οι ψαράδες του Τζάιμπι δεν μπορούσαν να πανηγυρίσουν, όμως. Είχαν χάσει σχεδόν είκοσι αλιευτικά, αλλά είκοσι είχαν υποστεί βλάβες, ενώ πάνω από εκατό άτομα χάθηκαν στα κρύα νερά του κόλπου. Σε ένα χωριό με τριακόσιους κατοίκους, αυτό σήμαινε ότι σχεδόν όλες οι οικογένειες θα πενθούσαν εκείνο το βράδυ.

Αλλά η τόλμη του Λίρι, η αποφασιστικότητα και η επιδεξιότητα της Τζίνι Μπινς, τους εξασφάλισαν κάποιον χρόνο είτε για να καταστρώσουν τα σχέδιά τους είτε για να τραπούν σε φυγή.

«Οι Χιούγκοθ θα επιτρέψουν με περισσότερες δυνάμεις», είπε ο αδελφός Τζέιμσις στη σημαντική σύσκεψη που έγινε εκείνο το βράδυ στο μοναστήρι.

«Πρέπει να έχουν κάποια βάση εδώ κοντά», είπε ο Λίρι. Η φωνή του έτρεμε, καθώς είχε χάσει πολύ αίμα. «Δεν είναι δυνατόν να ήλθαν με τα πλοία από την Ισενλανδία, και να επιστρέψουν τώρα εκεί χωρίς καν να ανεφοδιαστούν!»

«Συμφωνώ», είπε ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν. «Οπότε, αν η βάση τους είναι κοντά στο Κόλθγουιν, κατά πάσα πιθανότητα θα επιστρέψουν με μεγαλύτερες δυνάμεις».

«Πρέπει να περιμένουμε το χειρότερο», πρόσθεσε ένας από τους μοναχούς.

Ο επίτροπος έγειρε πίσω στο κάθισμά του αφήνοντας τη συζήτηση να συνεχιστεί χωρίς αυτόν, ενώ προσπαθούσε να ξεκαθαρίσει τα πράγματα στο μυαλό του. Οι Χιούγκοθ δεν είχαν ξαναφανεί τόσο κοντά στις ακτές του Εριαντόρ σε τέτοιους μεγάλους αριθμούς, εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Τώρα, όμως, λίγους μόνο μήνες μετά την υπογραφή της ανακωχής με τον Γκρινσπάροου, οι βάρβαροι είχαν επιστρέψει. Ήταν σύμπτωση ή υπήρχε κάποια σύνδεση ανάμεσα σε αυτά τα γεγονότα; Δυσάρεστες σκέψεις γύριζαν στον νου του Μπαϊλίγουιν. Αναρωτήθηκε μήπως οι Χιούγκοθ συνεργάζονται κρυφά με τον Γκρινσπάροου. Ή μπορεί τα πράγματα να ήταν πιο πολύπλοκα αλλά εξίσου επικίνδυνα: μπορεί οι Χιούγκοθ να έβγαλαν το συμπέρασμα ότι, τώρα που είχαν χωριστεί οι δύο χώρες της Θάλασσας του Άβον, και το Εριαντόρ δεν είχε πια την προστασία του ισχυρού ναυτικού του Άβον ούτε του Γκρινσπάροου και των μάγων του, θα ήταν εύκολο να το λεηλατήσουν. Ο επίτροπος Μπαϊλίγουιν θυμήθηκε ένα περιστατικό πριν από μερικά χρόνια, όταν επέστρεφε από κάποιο προσκύνημα στο Τσάλμπερς. Είχε δει ένα πολεμικό πλοίο του Άβον να ναυμαχεί με ένα πλοίο των Χιούγκοθ. Το σκάφος των βαρβάρων καταστράφηκε εντελώς και οι νικητές άφησαν τους περισσότερους Χιούγκοθ στη θάλασσα να πνιγούν ή να ταΐσουν τις σαρκοβόρες φάλαινες. Μερικούς τους περιμάζεψαν, αλλά αυτοί είχαν ακόμη χειρότερη μοίρα αφού υποβλήθηκαν στην τρομερή τιμωρία της καρίνας: τους πετούσαν στη θάλασσα από τη μια μεριά του πλοίου και τους τραβούσαν μ’ ένα σχοινί κάτω από την καρίνα, μέχρι να βγουν από την άλλη. Μόνο ένας Ισενλανδός έμεινε ζωντανός, κι αυτόν τον άφησαν σε ένα μικρό πλοίο για να γυρίσει πίσω στον βασιλιά του και να του εξηγήσει πόσο μεγάλη ανοησία είναι οι επιδρομές στο Εριαντόρ. Αυτή η έντονη ανάμνηση έκανε τον Μπαϊλίγουιν να θεωρεί ακόμη πιο μικρή την πιθανότητα να έχει συμμαχήσει ο βασιλιάς των Χιούγκοθ με τον Γκρινσπάροου.

«Οι Χιούγκοθ πιστεύουν ότι το Εριαντόρ έχει ελάχιστα πολεμικά πλοία», έλεγε ο αδελφός Τζέιμσις, εκφράζοντας μια σκέψη που επανέφερε τον επίτροπο στη συζήτηση.

Ο Μπαϊλίγουιν, κοιτάζοντας τα πρόσωπα των συγκεντρωμένων χωρικών, διέκρινε τις απαρχές μιας επικίνδυνης μεταστροφής στη νοοτροπία τους. Οι συμπατριώτες του αναρωτιόνταν αν τελικά ήταν θετική εξέλιξη η απελευθέρωση από το Άβον, αφού έτσι είχαν χάσει την προστασία του Γκρινσπάροου. Οι περισσότεροι από τους συγκεντρωμένους, εκτός από τον Μπαϊλίγουιν και τον καπετάνιο Λίρι, ήταν νέοι και δεν θυμούνταν το Εριαντόρ πριν τον Γκρινσπάροου ή τουλάχιστον δεν εκτιμούσαν την αξία του. Μπροστά σε μια καταστροφή σαν αυτή που έφερναν οι Χιούγκοθ, ήταν εύκολο να δει κανείς τα χρόνια της τυραννίας του Γκρινσπάροου με πιο θετικό μάτι. Ίσως οι άδικοι φόροι και η παρουσία των απάνθρωπων Κυκλωπιανών δεν ήταν κάτι τόσο κακό, αν με αυτό τον τρόπο εξασφάλιζαν την προστασία από κάποια μεγαλύτερη συμφορά…

Ο Μπαϊλίγουιν, όντας ανεξάρτητος άνθρωπος, ήξερε ότι αυτό απλούστατα δεν είναι αλήθεια, ότι το Εριαντόρ δεν είχε ποτέ ανάγκη από την προστασία του Άβον. Αλλά αυτές οι σκέψεις δεν μπορούσαν να διαλύσουν την πολύ πραγματική απειλή που είχε εμφανιστεί τόσο ξαφνικά στις σκοτεινές ακτές του Τζάιμπι.

«Πρέπει να στείλουμε έναν απεσταλμένο στο Μένιχεν Ντι», είπε, «να ζητήσουμε βοήθεια από τους καβαλάρηδες του Έραντοχ».

«Αν δεν πήγαν στον καλό μας βασιλιά Μπριντ’Αμούρ για χορό!» σχολίασε κάποιος σαρκαστικά.

«Αν είναι έτσι», τον έκοψε ο Μπαϊλίγουιν, σταματώντας τα δυσαρεστημένα μουρμουρητά πριν εξαπλωθούν κι άλλο, «τότε ο απεσταλμένος μας καλύτερα να πάει στο Κάερ Μακντόναλντ».