Выбрать главу

«Ναι», είπε εξίσου σαρκαστικά ο ίδιος ψαράς, «στον θρόνο, για να ικετέψει για βοήθεια».

Ο ψαράς είχε έναν σκληρό και θυμωμένο τόνο που δεν διέφυγε από τον επίτροπο. Πολλοί από τους ντόπιους είχαν εκφράσει την αντίθεσή τους όταν έγινε βασιλιάς του Εριαντόρ ο μυστηριώδης Μπριντ’Αμούρ, δηλώνοντας ότι ο Μπαϊλίγουιν, επίτροπος του Τζάιμπι εδώ και πολλά χρόνια, θα ήταν καλύτερη επιλογή. Αυτή η γνώμη επικρατούσε σε ένα μεγάλο μέρος του βορειοανατολικού Εριαντόρ, μέχρι που ο ίδιος ο Μπαϊλίγουιν φρόντισε να βάλει τέλος στις σχετικές συζητήσεις. Τώρα, βλέποντας τα σκυθρωπά πρόσωπα των χωρικών, σκέφτηκε ότι μπορεί σε λίγο να άρχιζαν πάλι οι ίδιοι ψίθυροι.

«Στο Κάερ Μακντόναλντ τότε!» φώναξε ένας άλλος. «Για να δούμε αν ο καινούριος μας βασιλιάς έχει καθόλου δύναμη».

«Ναι, ναι!» συμφώνησαν όλοι, ενώ ο Μπαϊλίγουιν έγερνε πίσω σκεφτικός χτυπώντας τα δάχτυλά του μεταξύ τους μπροστά στο πρόσωπό του. Δεν αμφέβαλλε για τη δύναμη του Μπριντ’Αμούρ, αφού είχε καταφέρει να αποσπάσει το Εριαντόρ από τον Γκρινσπάροου, αλλά ήταν επίσης αρκετά ρεαλιστής για να αντιληφθεί ότι, εφόσον τα δυο βασίλεια είχαν διαχωριστεί, πολλοί παλιοί εχθροί, Χιούγκοθ και Κυκλωπιανοί, μπορεί να θεωρούσαν το Εριαντόρ ευάλωτο. Η άφιξη των Χιούγκοθ θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για τον Μπριντ’Αμούρ, μια δοκιμασία στην οποία δεν έπρεπε να αποτύχει ο νέος βασιλιάς.

Ο επίτροπος του Τζάιμπι, ένας άνθρωπος με περιορισμένες φιλοδοξίες και γενναιόδωρη καρδιά, θα προσευχόταν γι’ αυτόν.

5

Το λαγκάδι του Σάουγκλς

«Α, θα τρώμε καλά όταν θα αρχίσει να κυλάει το χρήμα από το Κάερ Μακντόναλντ!» φώναξε ο Σάουγκλς Μπελμπάνγκερ, ένας σκληροτράχηλος νάνος με γενειάδα και μαλλιά στο χρώμα του τσαγιού. Σήκωσε το φλασκί του ψηλά στον κρύο νυχτερινό αέρα.

Οι δέκα σύντροφοί του γύρω από τη μεγάλη φωτιά τον μιμήθηκαν κοιτάζοντας όλοι τα λαμπερά αστέρια στον ουρανό, μέσα από το άνοιγμα στα δέντρα πάνω από το μικρό λαγκάδι.

«Ησυχία!» φώναξε ένας άλλος νάνος που κοιμόταν εκεί κοντά. Όταν οι διαμαρτυρίες του πέρασαν απαρατήρητες από τους συντρόφους του στη φωτιά, χτύπησε για να ξεσπάσει έναν νάνο που ροχάλιζε δυνατά, εκεί δίπλα.

«Είναι δυνατόν να κοιμούνται τέτοια νύχτα!» φώναξε περιφρονητικά ο Σάουγκλς. «Θα έχουμε ώρα να κοιμηθούμε, αφού πουλήσουμε τα εμπορεύματά μας».

«Αφού ξοδέψουμε το χρυσάφι που θα πάρουμε!» τον διόρθωσε ένας από τους άλλους και τα φλασκιά σηκώθηκαν πάλι στον αέρα.

«Μόνο που, αφού πάρουμε το χρυσάφι, εσείς θα είστε πολύ κουρασμένοι για να το ξοδέψετε όπως πρέπει», γκρίνιαξε ο νάνος ο οποίος προσπαθούσε να κοιμηθεί. «Ενώ εγώ θα είμαι φρέσκος-φρέσκος».

Αυτό προκάλεσε νέες ζητωκραυγές από τη φωτιά, μαζί με πολλά περιφρονητικά ξεφυσήματα. Ήταν όλοι τους σκληροτράχηλοι και ανθεκτικοί νάνοι του Νταν Ντάροου. Μπορούσαν να πίνουν όλη νύχτα, να πάνε το πρωί στο μικρό οικισμό του Μένστερ, να πουλήσουν τα εμπορεύματά τους και να περάσουν την υπόλοιπη μέρα επιστρέφοντας στους κατοίκους του Μένστερ το περισσότερο χρυσάφι που είχαν εισπράξει με το να αγοράζουν μπίρα και καλό φαγητό, ενώ κατόπιν θα έδιναν κι άλλο χρήμα για ένα άνετο μέρος όπου θα κοιμούνταν, πριν ξεκινήσουν για το ταξίδι της επιστροφής στα βουνά και την κοντινότερη είσοδο του Νταν Ντάροου. Έτσι θα ήταν τα πράγματα τώρα που είχε γίνει βασιλιάς ο Μπριντ’Αμούρ, τώρα που ο Μπέλικ νταν Μπούρσο ήταν στο Κάερ Μακντόναλντ για να υπογράψει τη συμφωνία που θα ένωνε το Εριαντόρ και το Νταν Ντάροου.

Έτσι, συνέχισαν να φωνάζουν, να πίνουν, να τρώνε τεράστια κομμάτια κρέας και να πετάνε τα κόκαλα στον σύντροφό τους που γκρίνιαζε θέλοντας να κοιμηθεί. Αυτό συνεχίστηκε σχεδόν όλη τη νύχτα, για να σταματήσει ξαφνικά όταν μπήκε παραπατώντας στο ξέφωτο ένας άνθρωπος με κουρελιασμένα ρούχα, που αιμορραγούσε από το μέτωπο.

Οι νάνοι πετάχτηκαν πάνω αρπάζοντας τα όπλα τους, πελώρια τσεκούρια, κοντά και χοντρά σπαθιά και βαριά σφυριά που τα εκτόξευαν στον αέρα χτυπώντας στόχους μέχρι και τριάντα βήματα μακριά.

Ο άνθρωπος έμοιαζε να μην αντιλαμβάνεται πού βρίσκεται. Αφού έκανε μερικά βήματα ακόμη τρεκλίζοντας, κόντεψε να πέσει με το κεφάλι στη φωτιά. Δυο νάνοι τον άρπαξαν και τον σήκωσαν όρθιο.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησε ο Σάουγκλς.

Ο άνθρωπος ψιθύρισε κάτι τόσο σιγά ώστε ο νάνος δεν το άκουσε μέσα στις συζητήσεις των συντρόφων του. Ο Σάουγκλς τους φώναξε να σωπάσουν και πλησίασε βάζοντας το αφτί του στο στόμα του αγνώστου.

«Μένστερ», επανέλαβε αυτός.

«Το Μένστερ;» ρώτησε ο Σάουγκλς, κάνοντας μ’ αυτήν τη λέξη τους συντρόφους του να σωπάσουν. «Τι έγινε στο Μένστερ;»