«Αυτοί», ψιθύρισε ο άνθρωπος και σωριάστηκε κάτω χάνοντας τις αισθήσεις του.
«Αυτοί;» ρώτησε ο Σάουγκλς κοιτάζοντας τους συντρόφους του.
«Αυτοί!» φώναξε τότε ένας νάνος, δείχνοντας τις ογκώδεις μορφές που είχαν ξεπροβάλει μέσα στο σκοτάδι ανάμεσ’ άπ’ τα δέντρα.
Σε όλη τη Θάλασσα του Άβον, σε όλο τον κόσμο, δεν υπάρχουν ράτσες που να μισούνται περισσότερο από τους Κυκλωπιανούς και τους νάνους, γι’ αυτό όταν οι μονόφθαλμοι βγήκαν ουρλιάζοντας μέσα από τους θάμνους, σίγουροι ότι θα συντρίψουν τον καταυλισμό των νάνων, έπεσαν πάνω σε ένα τείχος αποφασιστικής αντίστασης. Η ορδή των Κυκλωπιανών που ξεχυνόταν από το δάσος είχε αριθμητική υπεροχή δέκα προς έναν, αλλά οι νάνοι σχημάτισαν αμέσως κύκλο γύρω από τη φωτιά αρχίζοντας να πολεμούν δίπλα-δίπλα, να χτυπούν και να καρφώνουν μανιασμένα τραγουδώντας μες την αγαλλίαση της μάχης. Κάθε τόσο, ένας από τους νάνους προλάβαινε ν’ απλώσει πίσω το χέρι και ν’ αρπάξει ένα φλεγόμενο δαυλί, γιατί δεν υπάρχει τίποτα που να αρέσει πιο πολύ στους νάνους, από το να καρφώνουν την καυτή μύτη ενός δαυλιού στο γουρλωτό μάτι κάποιου Κυκλωπιανού.
Ο Σάουγκλς Μπελμπάνγκερ, κρατώντας ένα σπαθί σε κάθε χέρι, έκοβε τα γόνατα όποιου μονόφθαλμου τολμούσε να πλησιάσει, ενώ τις περισσότερες φορές κατάφερνε να καρφώσει και με το δεύτερο σπαθί το θύμα του, πριν ακόμη εκείνο σωριαστεί κάτω.
«Το καλύτερο σπορ!» φώναζε κάθε τόσο ο Σάουγκλς και, παρ’ όλο που μερικοί νάνοι είχαν πληγωθεί κι άλλοι είχαν πέσει νεκροί, οι υπόλοιποι συμφωνούσαν ολόψυχα. Μέσα σε μερικές στιγμές τουλάχιστον είκοσι Κυκλωπιανοί κείτονταν νεκροί ή ετοιμοθάνατοι, όμως ξεπρόβαλλαν συνεχώς κι άλλοι από τα δέντρα για να πάρουν τη θέση τους.
Η μάχη συνεχιζόταν. Οι νάνοι, που δεν φορούσαν μπότες, ένιωθαν το αίμα να ανεβαίνει μέχρι τον αστράγαλο. Μισή ώρα αργότερα πολεμούσαν ακόμη και τραγουδούσαν ακόμη, με τη μανία της μάχης να έχει διώξει από το αίμα τους κάθε ίχνος του ποτού που είχαν πιει. Κάθε φορά που έπεφτε ένας νάνος, τον έσπρωχναν πίσω σφίγγοντας περισσότερο τον δακτύλιο. Ο Σάουγκλς ήξερε ότι δεν έχουν πολύ χώρο για υποχώρηση ακόμη, γιατί αισθανόταν τη ζέστη της φωτιάς στον πισινό του, στο μεταξύ όμως οι Κυκλωπιανοί ήταν υποχρεωμένοι να σκαρφαλώνουν πάνω στους νεκρούς τους για να πλησιάσουν. Άλλωστε οι γραμμές τους είχαν αραιώσει καθώς πολλοί το έβαλαν στα πόδια και χάθηκαν μέσα στο δάσος, αρνούμενοι να αντιμετωπίσουν αυτήν τη θανάσιμη ομάδα νάνων.
Ο Σάουγκλς πίστευε ότι μπορούν να νικήσουν — όλοι οι νάνοι έχουν μεγάλη πίστη στις πολεμικές τους ικανότητες. Η φωτιά στο μεταξύ είχε χαμηλώσει και τώρα ήταν απλώς ένας σωρός από καρβουνιασμένα ξύλα και στάχτες, ενώ οι φλόγες στη μέση είχαν γίνει γαλάζιες. Ο Σάουγκλς προσπαθούσε να επινοήσει κάποιο σχέδιο για να το εκμεταλλευτούν αυτό. Θα μπορούσε ίσως ένα μέρος της παράταξής τους να υποχωρήσει πίσω από τη μισοσβησμένη φωτιά, ώστε να τη χρησιμοποιήσουν σαν όπλο κλοτσώντας κάρβουνα στους μονόφθαλμους. Ναι, αποφάσισε, θα εκτόξευαν αυτό το πύρινο μπαράζ κατά των Κυκλωπιανών και μετά, πηδώντας πάλι πάνω από τη φωτιά, θα εφορμούσαν στους ξαφνιασμένους μονόφθαλμους.
Πριν προλάβει όμως ο Σάουγκλς να ειδοποιήσει τους άλλους για τον ελιγμό, η φωτιά εκτέλεσε ένα σχέδιο δικό της. Οι φλόγες τινάχτηκαν ψηλά στον αέρα παίρνοντας λαμπερό λευκό χρώμα, ενώ τα κάρβουνα πεταγόνταν πάνω στους νάνους καίγοντας τα ρούχα και τα μαλλιά τους. Το χειρότερο όμως ήταν ότι η έκπληξη της έκρηξης έσπασε τον συμπαγή αμυντικό τους κύκλο. Οι νάνοι αναπήδησαν ξαφνιασμένοι και οι Κυκλωπιανοί, που δεν φάνηκαν να αιφνιδιάζονται τόσο πολύ, έσπευσαν να χωθούν ανάμεσα στους αντιπάλους τους χωρίζοντας τους νάνους. Γρήγορα ο Σάουγκλς και οι σύντροφοί του βρέθηκαν να πολεμούν Κυκλωπιανούς από όλες τις πλευρές χτυπώντας και παραμερίζοντας, σκύβοντας και τρέχοντας. Ο Σάουγκλς τα κατάφερε καλά, σκότωσε άλλον έναν μονόφθαλμο κι έκοψε το πόδια ενός άλλου. Αλλά όντας πεπειραμένος πολεμιστής, ήξερε ότι δεν θα μπορέσει να συνεχίσει για πολύ, ότι ένα χτύπημα ήταν αρκετό…
Ξαφνικά αισθάνθηκε μια λόγχη να χώνεται βαθιά στον ώμο του. Περιέργως δεν αισθάνθηκε πόνο, μόνο ένα μουντό τράνταγμα σαν να του είχαν δώσει γροθιά. Πήγε να αντιδράσει, αλλά δεν μπορούσε να σηκώσει το χέρι του. Βλέποντας αυτή την ευκαιρία, ένας άλλος μονόφθαλμος ούρλιαξε κι όρμησε πάνω του.
Ο Σάουγκλς σήκωσε το άλλο σπαθί καταφέρνοντας την τελευταία στιγμή να αποκρούσει το χτύπημα του Κυκλωπιανού και να τον γυρίσει στο πλάι.
Μετά όμως τον χτύπησαν από την άλλη μεριά, ενώ από πίσω του ο μονόφθαλμος με τη λόγχη τον κάρφωνε ξανά. Η ορμή του χτυπήματος έκανε τον νάνο να γείρει μπροστά και μετά να πέσει κάτω, οπότε οι μονόφθαλμοι όρμησαν πάνω του κι άρχισαν να χτυπούν μανιασμένα.