Σε κάποια απόσταση από τη μάχη και τη φωτιά ο αρχηγός των Κυκλωπιανών κοίταξε τη γυναίκα που έστεκε δίπλα του, με το μάτι του αγριεμένο από θυμό. «Έπρεπε να το είχες κάνει από πριν αυτό», της είπε.
Η γυναίκα κούνησε το κεφάλι της. «Η μαγεία δεν γίνεται βιαστικά», είπε, γυρνώντας για να φύγει.
Ο μονόφθαλμος την κοίταζε καθώς απομακρυνόταν. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος για τα κίνητρά της. Η δούκισσα δεν στενοχωριόταν καθόλου όταν πέθαιναν μονόφθαλμοι.
Όταν έφτασε στο Κάερ Μακντόναλντ, ο Λούθιεν παρουσιάστηκε αμέσως στον Μπριντ’Αμούρ για να του ανακοινώσει τον θάνατο του Γκάχρις κόμη του Μπέντγουιντριν. Ο μάγος λυπήθηκε βαθιά και του υπέβαλε τα συλλυπητήριά του, αλλά ο Λούθιεν έκανε απλώς ένα καταφατικό νεύμα ζητώντας την άδεια του βασιλιά να αποσυρθεί.
Όταν βγήκε από τη Μητρόπολη, ο ήλιος ήταν στη δύση του και τα αστέρια άρχιζαν να λάμπουν στον ουρανό. Ήξερε πού θα έβρισκε τον Όλιβερ. Το Ντουέλφ, μια ταβέρνα στην πιο σκληροτράχηλη περιοχή της κάτω πόλης, που ακόμη και την εποχή του δούκα Μόρκνεϊ εξυπηρετούσε όχι μόνο ανθρώπους αλλά επίσης νάνους και ξωτικά, είχε γίνει το πιο πολυσύχναστο κέντρο της πόλης. «Εδώ η Πορφυρή Σκιά οργάνωσε την κατάκτηση του Κάερ Μακντόναλντ», έλεγαν οι διαδόσεις, με αποτέλεσμα η μικρή ταβέρνα να γίνει διάσημη. Τώρα υπήρχαν σωματώδεις νάνοι φρουροί στην είσοδο, ενώ ένα ξωτικό παρατηρούσε τους υποψήφιους πελάτες αποφασίζοντας ποιοι θα μπουν μέσα και ποιοι όχι.
Ο Λούθιεν φυσικά έμπαινε όποτε ήθελε. Οι νάνοι και το ξωτικό στάθηκαν προσοχή καθώς περνούσε, μα ο νεαρός Μπέντγουιρ ήταν τόσο συνηθισμένος σε αυτήν τη συμπεριφορά ώστε μπήκε στη κατάμεστη αίθουσα χωρίς σχεδόν να την αντιληφθεί.
Βρήκε τον Όλιβερ και τον Σάγκλιν να κάθονται μαζί σε ψηλά σκαμνιά στο μπαρ, ο νάνος σκυμμένος πάνω από ένα μεγάλο ποτήρι με βαριά αφρισμένη μπίρα ενώ ο Όλιβερ να έχει γείρει πίσω κρατώντας ένα ποτήρι με κρασί στο φως για να εξετάσει το χρώμα του. Ο Τάσμαν, ο ταβερνιάρης, όταν είδε τον Λούθιεν να πλησιάζει του έκανε ένα νεύμα δείχνοντάς του τους δύο φίλους του.
Ο Λούθιεν ήρθε και στάθηκε ανάμεσά τους βάζοντας τα χέρια του στις πλάτες τους. «Σας χαιρετώ», είπε.
Ο Όλιβερ, αφού τον κοίταξε στα μάτια, κατάλαβε αμέσως τι είχε συμβεί. «Πώς είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε παρ’ όλα αυτά, με τη σκέψη ότι ο Λούθιεν θα επιθυμούσε να μιλήσει.
«Ο Γκάχρις πέθανε», απάντησε ο Λούθιεν ανέκφραστα, στωικά.
Ο Όλιβερ πήγε να τον συλλυπηθεί, είδε όμως στο πρόσωπό του ότι ο Λούθιεν δεν ήθελε συλλυπητήρια. Έτσι ο χάφλινγκ σήκωσε το ποτήρι του φωνάζοντας δυνατά: «Στον Γκάχρις Μπέντγουιρ, κόμη του Μπέντγουιντριν, φίλο του Κάερ Μακντόναλντ, αγκάθι στον πισινό του Γκρινσπάροου. Είθε να βρει τη δίκαιη ανταμοιβή του στον κόσμο πέρα από τον δικό μας!»
Πολλοί θαμώνες του Ντουέλφ σήκωσαν κι αυτοί τα ποτήρια τους και φώναξαν: «Στον Γκάχρις!»
Ο Λούθιεν κοίταξε διαπεραστικά για πολλή ώρα τον μικροσκοπικό φίλο του, που πάντα ήξερε πώς να κάνει πιο εύκολα τα πράγματα. «Υπογράφτηκε η συμμαχία;» ρώτησε μετά. Ένιωθε την ανάγκη να αλλάξει θέμα.
Το πρόσωπο του Όλιβερ σκοτείνιασε. «Είμασταν τόσο κοντά», είπε κρατώντας τον αντίχειρα και τον δείκτη του σε μερικών χιλιοστών απόσταση μεταξύ τους. «Αλλά μετά, οι ηλίθιοι μονόφθαλμοι…»
«Δεκαπέντε νάνοι», εξήγησε ο Σάγκλιν. «Τους σκότωσαν κοντά στο χωριό που λεγόταν Μένστερ».
«Πού λεγόταν;» ρώτησε σχεδόν ψιθυριστά ο Λούθιεν.
«Το μόνο όνομα που θα του ταίριαζε τώρα θα ήταν “Αποκαΐδια”», εξήγησε ο Όλιβερ.
«Η συμφωνία θα υπογραφόταν», συνέχισε ο Σάγκλιν. «Ο Όλιβερ είχε ονομάσει το νέο καθεστώς δυοκρατία, και οι δυο βασιλιάδες, ο Μπριντ’Αμούρ και ο Μπέλικ νταν Μπούρσο το θεώρησαν εξαιρετική ιδέα».
«Δεν θα άρεσε καθόλου στον Γκρινσπάροου», είπε ο Όλιβερ. «Γιατί θα έβρισκε τα βουνά κλεισμένα από έναν στρατό νάνων πιστών στο Εριαντόρ».
«Αλλά μετά τη σφαγή στο Λαγκάδι του Σάουγκλς —έτσι το ονομάσαμε το μέρος— ο βασιλιάς Μπέλικ αποφάσισε να το σκεφτεί κι άλλο», είπε ο Σάγκλιν και έπνιξε τη στενοχώρια του αδειάζοντας το ποτήρι της μπίρας με μια μεγάλη γουλιά.
«Πάντως αυτό είναι παράλογο», διαμαρτυρήθηκε ο Όλιβερ. «Η σφαγή δείχνει καθαρά ότι η συμμαχία είναι απαραίτητη!»
«Μια τέτοια σφαγή δείχνει μάλλον ότι ίσως είναι προτιμότερο να μην αναμειχθούμε», απάντησε ο Σάγκλιν. «Ο βασιλιάς Μπέλικ σκέφτεται σοβαρά μήπως πρέπει να αποτραβηχτούμε στα ορυχεία μας και στις δουλειές μας».
«Αυτό θα ήταν τόσο πολύ ηλίθιο…» άρχισε να λέει ο Όλιβερ, αλλά ένα απειλητικό βλέμμα του Σάγκλιν του έδειξε ότι το θέμα δεν είναι πρόσφορο για συζήτηση.