Ο αρχηγός των μονόφθαλμων, ένας Κυκλωπιανός δύο μέτρα ύψος και εκατόν σαράντα κιλά βάρος, πυργωνόταν πάνω από την Ντιάνα. Θα μπορούσε εύκολα να απλώσει το χέρι του και να τη λιώσει, άλλωστε με τις βρισιές που άκουγε τώρα από τη δούκισσα, ο μονόφθαλμος έδειχνε ότι αυτό ακριβώς ήθελε να κάνει.
Αλλά η Ντιάνα Γουέλγουορθ δεν ανησυχούσε. Ήταν μια δούκισσα του Άβον, μέλος της αυλής του Γκρινσπάροου και, τώρα που ο Μπριντ’Αμούρ του Εριαντόρ είχε σκοτώσει τον Πάραγκορ δούκα του Πρίνσταουν, ήταν ίσως η ισχυρότερη μάγισσα σε όλο το Άβον με μοναδική εξαίρεση τον ίδιο τον βασιλιά. Είχε έτοιμο ένα προστατευτικό ξόρκι, οπότε αν ο Μακλς, ο Κυκλωπιανός αρχηγός, άπλωνε το χέρι του προς το μέρος της, θα το τύλιγαν φλόγες που δεν θα μπορούσε να τις σβήσει παρά μόνο πηδώντας στη θάλασσα.
«Οι φονιάδες σου είναι εκτός ελέγχου», φώναξε η Ντιάνα με τα γκριζογάλανα μάτια της καρφωμένα στο μάτι του Μακλς.
«Σκοτώνουμε», απάντησε απλά ο μονόφθαλμος. Εκείνο που εκνεύριζε περισσότερο την Ντιάνα, με αυτή την αποστολή στα βουνά, ήταν ότι ο ηλίθιος Μακλς ήταν ίσως ο εξυπνότερος από όλη αυτή την ομάδα των Κυκλωπιανών!
«Αδιακρίτως!..» φώναξε η Ντιάνα, μετά όμως κούνησε το κεφάλι της βλέποντας ότι ο μονόφθαλμος δεν ήξερε τι σημαίνει αυτή η λέξη. «Πρέπει να διαλέγετε πιο προσεκτικά ποιον θα σκοτώνετε», του εξήγησε.
«Σκοτώνουμε», επανέλαβε ο Μακλς.
Η Ντιάνα σκέφτηκε να καλέσει τον Τακναποτίν, τον δαίμονά της, και να τον βάλει να φάει τον Μακλς κομματάκι-κομματάκι. Αλίμονο, όμως, δεν μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο. «Σκοτώσατε τους νάνους», είπε.
Αυτό προκάλεσε χαρούμενα ουρλιαχτά από όλους τους μονόφθαλμους τριγύρω, που μισούσαν τους νάνους περισσότερο από καθετί άλλο. Αυτή η φυλή, που ζούσε στο Άιρον Κρος από πολλές γενιές, κατά διαστήματα αντιμετώπιζε προβλήματα με τους νάνους του μυστικού Νταν Ντάροου. Οι Κυκλωπιανοί θεωρούσαν ότι η δήλωση της γυναίκας ήταν η μεγαλύτερη φιλοφρόνηση που μπορούσε να τους κάνει κανείς.
Η Ντιάνα, όμως, δεν το είχε πει για να τους επαινέσει. Το τελευταίο πράγμα που ήθελε ο Γκρινσπάροου ήταν μια συμμαχία ανάμεσα στο Εριαντόρ και το Νταν Ντάροου. Γι’ αυτό πίστευε ότι κάθε απειλή κατά του Νταν Ντάροου απλώς θα ενίσχυε την απόφαση των νάνων να συμμαχήσουν με τον Μπριντ’Αμούρ.
«Αν, σκοτώνοντας τους νάνους…»
«Βοήθησες κι εσυ!» είπε ο Μακλς, που είχε αρχίσει να καταλαβαίνει επιτέλους ότι η Ντιάνα ήταν πολύ θυμωμένη για τη σφαγή.
«Έπρεπε να τελειώσω αυτό που αρχίσατε με τη βλακεία σας», του απάντησε η Ντιάνα. Ο Μακλς πήγε να μιλήσει, αλλά η Ντιάνα χτύπησε τα δάχτυλά της και ο μονόφθαλμος οπισθοχώρησε παραπατώντας σαν να είχε δεχτεί γροθιά στο στόμα. Πραγματικά, από το χείλι του έτρεχε αίμα.
«Αν με τη βλακεία σου κατάφερες να ενωθούν οι νάνοι με τους εχθρούς μας στο Εριαντόρ», είπε ανέκφραστα η Ντιάνα, «τότε να ξέρεις ότι θα αντιμετωπίσεις την οργή του βασιλιά Γκρινσπάροου. Έχω ακούσει ότι του αρέσουν πολύ τα χαλιά από τομάρια Κυκλωπιανών».
Ο Μακλς χλόμιασε κοιτάζοντας γύρω του τους στρατιώτες που μουρμούριζαν θυμωμένα. Κυκλοφορούσαν πολλές τέτοιες φήμες ανάμεσα στους Κυκλωπιανούς για τον αδίσταχτο Γκρινσπάροου.
Η Ντιάνα κοίταξε στο βάθος του καταυλισμού, όπου τα κεφάλια των δώδεκα νάνων στέγνωναν πάνω από μια φωτιά. Έφυγε αηδιασμένη αφήνοντας τον Μακλς με τις απειλές της και τους περίπου είκοσι ανήσυχους υποτακτικούς του. Χωρίς να κάνει τον κόπο να στραφεί άλλο προς τα πίσω, πέρασε από το μικρό ξέφωτο σε ένα μεγαλύτερο λιβάδι, όπου μια γυναίκα την περίμενε.
«Πιστεύετε πραγματικά ότι οι σκοτωμοί θα κάνουν το Νταν Ντάροου να συμμαχήσει με τον Μπριντ’Αμούρ;» ρώτησε η Σέλνα, η υπηρέτρια της Ντιάνα και μοναδικός άνθρωπος που την ακολουθούσε σε αυτά τα άθλια βουνά.
Η Ντιάνα, ταραγμένη ακόμη, την προσπέρασε σηκώνοντας απλώς τους ώμους.
«Σας νοιάζει, κατά βάθος;» ρώτησε η Σέλνα.
Η Ντιάνα σταμάτησε επιτόπου και έκανε μεταβολή κοιτάζοντας με περιέργεια αυτήν τη γυναίκα που ήταν γκουβερνάντα της κατά τα παιδικά της χρόνια. Την ήξερε τόσο καλά η Σέλνα;
«Τι υπονοείς με αυτή την ερώτηση;» ρώτησε η Ντιάνα με φανερά επικριτικό τόνο.
«Δεν υπονοώ τίποτα, αρχόντισσά μου», απάντησε η Σέλνα χαμηλώνοντας τα μάτια. «Το μπάνιο σας είναι έτοιμο, μέσα στη συστάδα των πεύκων όπως μου ζητήσατε».
Ο υποτακτικός τόνος της Σέλνα έκανε την Ντιάνα να μετανιώσει που μίλησε τόσο σκληρά σε αυτήν τη γυναίκα, η οποία είχε περάσει τόσα πολλά μαζί της. «Να ξέρεις ότι σε ευγνωμονώ για όλα», είπε η δούκισσα. Περίμενε να σηκώσει τα μάτια η Σέλνα και η Ντιάνα την κοίταξε με ένα χαμόγελο συμφιλίωσης.