Η δούκισσα αισθανόταν πολύ έντονα τις σκιές γύρω της, καθώς γδυνόταν δίπλα στην πορσελάνινη μπανιέρα με το αχνιστό νερό. Η σκέψη ότι μπορεί να κρυφοκοίταζαν Κυκλωπιανοί της γύριζε το στομάχι. Μισούσε τους Κυκλωπιανούς με όλη της την καρδιά. Τους θεωρούσε κτηνώδη απολίτιστα γουρούνια, κι αυτές οι βδομάδες που πέρασε στα βουνά μαζί τους ήταν σωστό μαρτύριο για την καλλιεργημένη δούκισσα.
Τι απέγινε το παλιό περήφανο Άβον; αναρωτήθηκε καθώς έμπαινε στο νερό. Τη διαπέρασε ένα ρίγος — ήταν πολύ καυτό. Έχοντας δώσει στη Σέλνα ένα μαγικό φίλτρο που θα ζέσταινε το μπάνιο, φοβήθηκε ότι η υπηρέτριά της είχε ρίξει τόσο πολύ ώστε το νερό θα της έκαιγε τη σάρκα· γρήγορα το συνήθισε όμως και μετά έριξε μέσα ένα διαφορετικό φίλτρο. Ενώ το νερό άρχιζε να αφρίζει, η Ντιάνα ακούμπησε κουρασμένη το κεφάλι της πίσω στο χείλος της μπανιέρας και κοίταξε το φεγγάρι μέσα από τα κλαδιά.
Η εικόνα την έφερε είκοσι δύο χρόνια πίσω, στην εποχή που ήταν επτά χρονών παιδί, πριγκίπισσα στο Καρλάιλ, στην αυλή του πατέρα της του βασιλιά του Άβον. Ήταν η μικρότερη από τα επτά παιδιά του βασιλιά και υπήρχαν έξι αδέλφια μεγαλύτερά της, που σημαίνει ότι η ίδια βρισκόταν τελευταία στη γραμμή διαδοχής για τον θρόνο. Ανήκε στη βασιλική οικογένεια όμως, έτσι τώρα ήταν το μοναδικό μέλος της που είχε επιζήσει. Δεν ήταν ποτέ δεμένη με τα αδέλφια της ή με τους γονείς της. Τότε την αποκαλούσαν “κρυφό-Ντιάνα” γιατί τριγύριζε συνέχεια μόνη της, έβρισκε σκοτεινά μέρη για να κρυφτεί, για να απομονωθεί με τις σκέψεις της και τα μυστήρια της ζωηρής της φαντασίας.
Από τότε ακόμη της άρεσε να σκέφτεται τη μαγεία. Έχοντας μάθει να διαβάζει σε ηλικία τεσσάρων ετών, πέρασε τα επόμενα τρία χρόνια της ζωής της μελετώντας όλα τα βιβλία που μιλούσαν για την αρχαία αδελφότητα των μάγων. Είχε μάθει στα παιδικά της χρόνια για τον Μπριντ’Αμούρ, τον σημερινό εχθρό της, που όλοι πίστευαν ότι είναι εδώ και πολύν καιρό θαμμένος κάπου. Είχε γνωρίσει τον Γκρινσπάροου. Πόσο είχε ενθουσιαστεί, μικρή κοπέλα ακόμη, όταν ο ίδιος ο Γκρινσπάροου, ο μάγος της αυλής του πατέρας της, την πλησίασε ένα βράδυ παρόμοιο με το αποψινό και προσφέρθηκε να της διδάξει κρυφά την τέχνη της μαγείας. Τι υπέροχη στιγμή για τη νεαρή Ντιάνα! Πόση περηφάνια ένιωσε που το μοναδικό επιζόν μέλος της αρχαίας αδελφότητας την επέλεξε για να την κάνει μαθήτριά του!
Πως κατάντησε όμως η Ντιάνα Γουέλγουορθ, η οποία κάποτε βρισκόταν στη γραμμή διαδοχής του θρόνου του Άβον, να βρίσκεται στο Άιρον Κρος και να συμβουλεύει μια συμμορία αιμοχαρών μονόφθαλμων; Και πώς θα δικαιολογούσε στη συνείδησή της τους νάνους και τους κατοίκους των χωριών που σκοτώνονταν για καθαρά πολιτικούς λόγους;
Έκλεισε τα μάτια της αλλά δεν μπορούσε να διώξει τις τρομερές εικόνες της σφαγής. Σκέπασε τα αφτιά της όμως δεν μπορούσε να διώξει τις κραυγές των θυμάτων. Ούτε μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυα που έτρεχαν από τα μάτια της.
«Είστε καλά, αρχόντισσά μου;» ακούστηκε η φωνή της Σέλνα διαλύοντας τα οράματα της Ντιάνα. Ανοίγοντας τα μάτια, είδε την υπηρέτρια να στέκεται δίπλα στην μπανιέρα. Η έκφρασή της έδειχνε ανησυχία, αλλά με έναν τρόπο που φάνηκε παράξενος και ύποπτος στην Ντιάνα.
«Με κατασκοπεύεις;» τη ρώτησε, με πιο έντονο τόνο από όσο θα ήθελε. Κατάλαβε το λάθος της αμέσως μόλις ξεστόμισε τη φράση, γιατί αυτός ο τόνος την έκανε να μοιάζει ένοχη.
«Καθόλου, αρχόντισσά μου», απάντησε η Σέλνα με όχι πειστικό ύφος. «Απλώς έφερνα την κουβέρτα σας και είδα τα δάκρυά σας να αστράφτουν στο φεγγαρόφωτο».
Η Ντιάνα έτριψε το πρόσωπο με το χέρι της. «Νερό από την μπανιέρα, τίποτα παραπάνω», είπε.
«Νοσταλγείτε το Μάνινγκτον;» ρώτησε η Σέλνα.
Η Ντιάνα την κοίταξε κατάπληκτη, μετά έριξε μια ματιά γύρω της σαν να της έλεγε ότι η απάντηση είναι προφανής.
«Το ίδιο κι εγώ», είπε η Σέλνα. «Χαίρομαι που σας ενοχλεί μόνο αυτό, αρχόντισσά μου. Φοβήθηκα…»
«Τι;» ρώτησε η Ντιάνα. Ο τόνος της ήταν κοφτός, τα μάτια της άστραφταν επικίνδυνα.
Η Σέλνα αναστέναξε. Η Ντιάνα δεν την είχε ξαναδεί να φέρεται τόσο παράξενα κι αυτό δεν της άρεσε καθόλου. «Απλώς φοβήθηκα…» άρχισε πάλι η υπηρέτρια, αλλά σταμάτησε ξανά σαν να έψαχνε την κατάλληλη λέξη.
Η Ντιάνα έσκυψε μπροστά μέσα στην μπανιέρα. «Τι;» ρώτησε πάλι.
Η Σέλνα σήκωσε τους ώμους.
»Μίλα!»
«Συμπάθεια για το Εριαντόρ;..» παραδέχτηκε η υπηρέτρια.
Η Ντιάνα ξάπλωσε πίσω στο καυτό νερό κοιτάζοντας έκπληκτη την Σέλνα.
»Έχετε συμπάθεια για το Εριαντόρ;» τόλμησε να ρωτήσει η υπηρέτρια. «Ή, Θεός φυλάξοι, για τους νάνους;»