Выбрать главу

Η Ντιάνα έμεινε αμίλητη για λίγο, προσπαθώντας να καταλάβει αυτή την απρόβλεπτη γυναίκα που νόμιζε ότι γνωρίζει τόσο καλά. «Θα ήταν τόσο κακό αυτό;» ρώτησε τελικά.

«Είναι εχθροί μας», είπε η Σέλνα. «Συμπάθεια για το Εριαντόρ!..»

«Σεβασμός για συνανθρώπους μας», τη διόρθωσε η Ντιάνα.

«Μερικοί μπορεί να το έβλεπαν σαν αδυναμία, όπως κι αν το χαρακτηρίζετε εσείς», απάντησε χωρίς δισταγμό η υπηρέτρια.

Και πάλι η Ντιάνα δεν ήξερε τι να απαντήσει. Τι υπονοούσε η Σέλνα; Η Ντιάνα συζητούσε συχνά μαζί της, της είχε εμπιστοσύνη, αυτήν τη φορά όμως η Σέλνα έμοιαζε απόμακρη σαν να ήξερε κάτι που αγνοούσε η Ντιάνα. Ξαφνικά η δούκισσα συνειδητοποίησε ότι δεν της έχει εμπιστοσύνη πια, έτσι φοβήθηκε ότι της είχε αποκαλύψει ήδη πάρα πολλά.

Το νερό είχε αρχίσει να κρυώνει. Η Ντιάνα σηκώθηκε αφήνωντας την Σέλνα να την τυλίξει με την χοντρή κουβέρτα. Ντύθηκε κρυμμένη μέσα στη συστάδα των πεύκων και πήγε στη σκηνή της, με τη Σέλνα να την ακολουθεί.

Ο ύπνος της δούκισσας ήταν ταραγμένος, γεμάτος εικόνες που δεν μπορούσε να διώξει ούτε να εξηγήσει. Αισθανόταν μια παγωνιά να την τυλίγει, ένα σκοτάδι βαθύτερο από τη νύχτα.

Ξύπνησε λουσμένη σε κρύο ιδρώτα και είδε δυο κόκκινα μάτια να την κοιτάζουν.

«Αφέντισσα», ακούστηκε η γνωστή βραχνή φωνή του Τακναποτίν, του δαίμονά της.

Η νυσταγμένη Ντιάνα ηρέμησε, αλλά η ανακούφιση που ένιωσε αρχικά διαλύθηκε αμέσως όταν συνειδητοποίησε ότι δεν είχε καλέσει αυτή τον δαίμονα. Όπως φαίνεται, είχε έλθει από τις φωτιές της Κόλασης μόνος του!

Είδε τα πάμπολλα δόντια του Τακναποτίν να γυαλίζουν, καθώς ο δαίμονας κατάλαβε την ανησυχία της και χαμογέλασε πλατιά.

Όχι, συνειδητοποίησε η Ντιάνα, είναι αδύνατο για έναν δαίμονα να έλθει από την Κόλαση μόνος του, μπορεί να έλθει μόνο αν τον καλέσουν οι ανθρώπινες επιθυμίες. Όμως, ποιος άλλος μπορούσε να καλέσει τον Τακναποτίν εκτός από την ίδια; Για μια στιγμή η Ντιάνα αναρωτήθηκε μήπως είχε επικαλεστεί η ίδια τον δαίμονα μέσα στον ύπνο της, αλλά απέρριψε γρήγορα αυτό το ενδεχόμενο. Δεν είναι ποτέ τόσο εύκολο να φέρεις έναν δαίμονα στον υλικό κόσμο.

Υπήρχε μόνο μία απάντηση λοιπόν, που επιβεβαιώθηκε όταν μίλησε ο Τακναποτίν.

«Απαλλάχθηκες από τα καθήκοντά σου εδώ», της εξήγησε ο δαίμονας. «Γύρνα πίσω στο Μάνινγκτον.

Ο Γκρινσπάροου. Μόνο ο Γκρινσπάροου ήταν αρκετά δυνατός για να καλέσει τον δαίμονα της Ντιάνα εν αγνοία της.

»Ο Ρέσμορ, δούκας του Νιουκάστλ θα οδηγήσει τους Κυκλωπιανούς επιδρομείς», συνέχισε ο Τακναποτίν.

«Με ποιου διαταγή;» ρώτησε η Ντιάνα. Ήθελε να ακούσει το όνομα με τα αφτιά της.

Ο Τακναποτίν γέλασε. «Ο Γκρινσπάροου ξέρει ότι δεν σου αρέσει η δουλειά που σου ανέθεσε», είπε ο δαίμονας.

Η Σέλνα! σκέφτηκε η Ντιάνα. Η υπηρέτριά της, που την εμπιστευόταν και της εκμυστηρευόταν πολλές από τις σκέψεις της εδώ και είκοσι χρόνια, έδωσε αμέσως αναφορά στον Γκρινσπάροου για τις συμπάθειές της. Αυτή η σκέψη την ανησύχησε, ήταν όμως ρεαλίστρια και, παραμερίζοντας τα συναισθήματά της, συνειδητοποίησε ότι τώρα που γνωρίζει πως η Σέλνα είναι πληροφοριοδότης του Γκρινσπάροου, θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει πλέον για τους δικούς της σκοπούς.

«Πότε μπορώ να φύγω από αυτό το άθλιο μέρος;» ρώτησε. Προσπαθούσε να ξαναβρεί την αυτοκυριαρχία της, δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση ότι την έπιασαν επ’ αυτοφώρω να προδίνει τον Γκρινσπάροου. Φυσικά ήταν πολύ λογικό να μη θέλει να είναι εδώ, με τους μονόφθαλμους, άλλωστε είχε διαμαρτυρηθεί έντονα όταν ο Γκρινσπάροου της ανέθεσε αυτή την αποστολή.

«Ο Ρέσμορ είναι ήδη έξω και μιλάει με τον Μακλς», απάντησε ο δαίμονας καγχάζοντας.

«Αν τέλειωσες με την αποστολή που σου ανέθεσαν, φύγε», γρύλλισε η Ντιάνα.

«Μπορώ να σε βοηθήσω να ντυθείς…» απάντησε ο Τακναποτίν με ένα μοχθηρό χαμόγελο.

«Φύγε!»

Ο δαίμονας εξαφανίστηκε αστραπιαία με μια εκτυφλωτική λάμψη που τύφλωσε την Ντιάνα, ενώ μια αποπνικτική μυρωδιά από θειάφι γέμιζε το εσωτερικό της σκηνής.

Όταν διαλύθηκε ο καπνός και καθάρισε η όραση της Ντιάνα, είδε την Σέλνα στην είσοδό της σκηνής με τα ρούχα της στο χέρι. Πόσα ξέρει ήδη; αναρωτήθηκε η δούκισσα.

Μέσα σε μια ώρα, η Ντιάνα είχε αποχαιρετήσει τον Ρέσμορ εγκαταλείποντας τα βουνά μέσα από ένα μαγικό τούνελ που της έφτιαξε ο εξυπηρετικός δούκας του Νιουκάστλ. Προσπαθώντας να φέρεται σαν να μην έχει συμβεί τίποτα το παράξενο, να δείχνει ότι αισθάνεται πολύ καλύτερα τώρα που βρίσκεται στο παλάτι του Μάνινγκτον, έδιωξε την Σέλνα και κάθισε μόνη στο μεγάλο κρεβάτι στο ιδιαίτερό της δωμάτιο.

Το βλέμμα της πήγε στο έπιπλο όπου φύλαγε το πετραδοστόλιστο στέμμα, που την συνέδεε με την παλιά βασιλική οικογένεια. Σκέφτηκε πάλι εκείνη τη μέρα πριν από πολύ καιρό όταν, μεθυσμένη από τις υποσχέσεις της μαγικής δύναμης, έκανε τη μοιραία της επιλογή.