Μετά σκέφτηκε την πορεία της μέσα στα χρόνια φτάνοντας ως το παρόν. Ήταν μια λογική πορεία, συνειδητοποίησε, αλλά μπορεί να την οδηγούσε σε πιθανά προβλήματα στο μέλλον. Οι Κυκλωπιανοί είχαν δυσαρεστηθεί με τη συμπεριφορά της στα βουνά, και με το δίκιο τους. Κατά πάσα πιθανότητα, ο Μακλς παραπονέθηκε στους απεσταλμένους που είχαν έρθει από το Άβον. Κι όταν ο Κρέσις, ο Κυκλωπιανός δούκας του Καρλάιλ, άκουσε τα παράπονα, μάλλον απευθύνθηκε στον Γκρινσπάροου, ο οποίος φυσικά δεν δυσκολεύτηκε να επικοινωνήσει με την Σέλνα για να επιβεβαιώσει το πρόβλημα.
«Ας είναι», είπε μεγαλόφωνα η Ντιάνα, σκυθρωπή. «Ας ασχοληθεί ο Ρέσμορ με τους μονόφθαλμους κι όλη εκείνη την αθλιότητα». Σκεφτόταν ότι ο Γκρινσπάροου θα την τιμωρούσε, ίσως να έφτανε στο σημείο να την αναγκάσει να επιτρέψει στον Τακναποτίν να καταλάβει το σώμα της για ένα διάστημα, κάτι που ήταν πάντα μια οδυνηρή και εξαντλητική εμπειρία.
Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. Προς το παρόν δεν μπορούσε να κάνει τίποτε άλλο από το να δέχεται τις κρίσεις και τις τιμωρίες του Γκρινσπάροου, του βασιλιά κι αφέντη της. Όμως, δεν ήταν αυτή η ζωή που είχε επιθυμίσει η Ντιάνα Γουέλγουορθ για τον εαυτό της. Τα πρώτα χρόνια μετά την εξόντωση της οικογένειάς της, ο Γκρινσπάροου την είχε αφήσει ήσυχη, την επισκεπτόταν σπάνια και δεν της ζητούσε να κάνει τίποτα πέρα από τις, βαρετές συνήθως, καθημερινές δραστηριότητες του διακοσμητικού ουσιαστικά τίτλου της δούκισσας του Μάνινγκτον. Είχε ενθουσιαστεί όταν ο Γκρινσπάροου την κάλεσε να κάνει κάτι σημαντικό, να υπογράψει στη θέση του το σύμφωνο ειρήνης με τον Μπριντ’Αμούρ στο Πρίνσταουν. Πίστεψε ότι η ζωή της θα άλλαζε, όταν παρέδωσε την συμφωνία στον βασιλιά. Όντως άλλαξε, γιατί λίγο αργότερα ο Γκρινσπάροου την έστειλε στα βουνά, στους Κυκλωπιανούς, όπου λέρωσε τα χέρια της με αίμα ενώ η καρδιά της σκοτείνιαζε με προδοτικές σκέψεις.
Συγκεντρώθηκε πάλι στο στέμμα, στις αστραφτερές πολύτιμες πέτρες, στις ανεκπλήρωτες υποσχέσεις του.
Ο νάνος ούρλιαξε από τον πόνο και προσπάθησε να τρέξει καθώς η τρύπα όπου τον είχαν ρίξει δεν ήταν μεγάλη, άλλα οι δέκα Κυκλωπιανοί που τον κάρφωναν από πάνω με μακριές λόγχες κατέφερναν το ένα χτύπημα μετά το άλλο.
Γρήγορα ο νάνος ήταν πια πεσμένος κάτω. Προσπάθησε να σηκωθεί στα γόνατα, όμως ακόμα μια λόγχη τον κάρφωσε ρίχνοντας τον μπρούμυτα στο χώμα. Οι Κυκλωπιανοί τον αποτελείωσαν με την ησυχία τους.
«Α, πονηρέ Μακλς!» φώναξε ο δούκας Ρέσμορ, ένας μεγαλόσωμος παχουλός άνδρας με πυκνά γκρίζα μαλλιά και παραπλανητικά εύθυμο πρόσωπο. «Ξέρεις να διασκεδάζεις!»
Ο Μακλς, γελώντας κι αυτός, χτύπησε τον μεγαλόσωμο δούκα στην πλάτη. Για τον κτηνώδη Κυκλωπιανό, η ζωή είχε γίνει κάπως καλύτερη.
7
Κυρίαρχοι της θάλασσας του Ντόρσαλ
«Χιούγκοθ!» φώναξε ένας ναύτης ενώ, στιγμές αργότερα, ακούστηκε η ίδια κραυγή από έναν δεύτερο που ήταν ανεβασμένος στο πάνω πινό, το οριζόντιο άλμπουρο του μεγάλου καταρτιού.
«Έχουν σηκωμένο το μισό πανί και κωπηλατούν γερά κι από τις δυο πλευρές!» πρόσθεσε ο ναύτης από το πινό.
Ο Λούθιεν έσκυψε πάνω από την πλωριά κουπαστή κοιτάζοντας στη θάλασσα. Ήταν εκπληκτικό πόσες λεπτομέρειες διέκριναν αυτοί οι πεπειραμένοι ναυτικοί. Ο ίδιος έβλεπε μόνο μια γκρίζα ομίχλη.
«Δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Όλιβερ που έστεκε δίπλα του.
«Χρειάζονται χρόνια εκπαίδευσης για να μπορείς να βλέπεις τόσο μακριά στη θάλασσα», προσπάθησε να του εξηγήσει ο Λούθιεν. (Και για να αντέχεις στο μπότζι, θα ήθελε να προσθέσει, γιατί ο Όλιβερ είχε περάσει ένα μεγάλο μέρος του δεκαήμερου ταξιδιού τους από το Τζάιμπι κρεμασμένος στην κουπαστή.) Βρίσκονταν πάνω στο Στράτον Γουίβερ, ένα από τα μεγάλα πολεμικά πλοία του Άβον που είχαν κυριέψει οι Εριαντοριανοί στο λιμάνι του Πορτ Τσάρλι και τώρα έπλεε με σημαία του Εριαντόρ. Με ευνοϊκό άνεμο, το τρικάταρτο Γουίβερ μπορούσε να ξεπεράσει οποιοδήποτε πλοίο των Χιούγκοθ, ενώ κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες μπορούσε να νικήσει τρία σκάφη των Χιούγκοθ μαζί. Είχε μήκος σχεδόν τριάντα μέτρα, πεπειραμένο πλήρωμα που ξεπερνούσε τα διακόσια άτομα και διέθετε ισχυρά όπλα που μπορούσαν να βουλιάξουν τα πλοία των βαρβάρων από τριακόσια μέτρα απόσταση. Ήδη οι χειριστές του μεγάλου καταπέλτη στην πρύμνη του πλοίου φόρτωναν μπάλες πίσσας στον εκτοξευτήρα, ενώ οι άνδρες που δούλευαν την περιστρεφόμενη μεγαβαλλίστρα στην κουπαστή, πίσω από το μπροστινό κατάρτι, έκαναν έλεγχο στο σκόπευτρο και στις τεράστιες λόγχες που θα εκτόξευαν σε λίγο κατά των εχθρών.