«Δεν βλέπω τίποτε», είπε πάλι ο Όλιβερ.
«Μην ανησυχείς, Όλιβερ, ο Λούθιεν έχει δίκιο», συμφώνησε η Κατρίν που τα μάτια της ήταν πιο εξοικειωμένα. «Μπορεί να πάρει χρόνια για να συνηθίσουν τα μάτια σου στη θάλασσα. Το πλοίο είναι των Χιούγκοθ όμως, αυτό το βλέπω ακόμη κι εγώ, μολονότι έχω πολλούς μήνες να βγω στο πέλαγο».
«Έχε εμπιστοσύνη στα μάτια των ναυτικών μας», είπε ο Λούθιεν στον χάφλινγκ, που φαινόταν τρομερά εκνευρισμένος τώρα και χτυπούσε νευρικά το καλογυαλισμένο μαύρο παπούτσι του στο κατάστρωμα. «Αν λένε ότι το πλοίο είναι των Χιούγκοθ, τότε σίγουρα είναι!»
«Δεν βλέπω τίποτε», είπε ο Όλιβερ για τρίτη φορά, «γιατί έχω δύο τόσο μεγάλους πίθηκους μπροστά μου!»
Ο Λούθιεν με την Κατρίν κοιτάχτηκαν και ξεφύσηξαν, νιώθοντας ανακούφιση με την εκτόνωση που πρόσφερε το χιούμορ του Όλιβερ ντε Μπάροους κάθε φορά που πλησίαζε η μάχη. Παραμέρισαν κάνοντας βαθιά υπόκλιση στον χάφλινγκ.
Ο Όλιβερ, αφού σκαρφάλωσε αμέσως πάνω στην κουπαστή, πιάστηκε από ένα σχοινί σκιάζοντας με το άλλο χέρι τα μάτια του, κάτι περιττό αφού ο γύρος του πελώριου καπέλου του σκίαζε ήδη όλο το πρόσωπό του.
«Α, μάλιστα», είπε ο χάφλινγκ. «Ώστε έτσι είναι τα πλοία των Χιούγκοθ! Παράξενο σκαρί. Ένα δύο, τρία… δεκαοχτώ, δεκαεννιά, είκοσι κουπιά από κάθε πλευρά, και κινούνται συγχρονισμένα. Βουτάνε, σηκώνονται, βουτάνε σηκώνονται…»
Ο Λούθιεν και η Κατρίν κοιτάχτηκαν με ανοιχτό το στόμα, μετά γύρισαν και παρατήρησαν τη μικροσκοπική κουκκίδα στον ορίζοντα.
»Μπα, και ποιος είναι αυτός ο πελώριος τύπος στην πλώρη;» συνέχισε ο Όλιβερ, αφήνοντας ένα ρίγος να τον διαπεράσει. Βλέποντας την υπερβολική αυτή αντίδραση, ο Λούθιεν κατάλαβε και κοίταξε την Κατρίν με ύφος όλο αμφιβολία.
»Δεν θα ήθελα να πολεμήσω με αυτό τον τύπο», συνέχισε ο χάφλινγκ. «Εκείνη η ξανθιά γενειάδα του θα έγδερνε το τρυφερό μου δέρμα!»
«Πραγματικά», συμφώνησε ο Λούθιεν. «Εκείνο που φοβάμαι όμως περισσότερο εγώ, είναι το δαχτυλίδι που φοράει στο δάχτυλό του. Βλέπεις που μοιάζει με πέλμα λιονταριού;» Τώρα ήταν η σειρά του Λούθιεν να κάνει ότι τον πιάνει ρίγος. «Ξέροντας την αγριότητα και την πονηριά των Χιούγκοθ, μου φαίνεται ότι μπορεί τα νύχια του λιονταριού να πετάγονται έξω και να ξεσκίζουν το πρόσωπο του αντιπάλου». Ρίγησε πάλι, γυρίζοντας για να απομακρυνθεί με την χαμογελαστή Κατρίν δίπλα του.
Η Κατρίν του έκλεισε το μάτι με συγχαρητήριο ύφος επειδή “είδε” την μπλόφα του Όλιβερ.
«Ανόητε νεαρέ», φώναξε πίσω τους απτόητος ο χάφλινγκ. «Δεν βλέπεις ότι το δαχτυλίδι δεν έχει παρά πετράδια στα σημεία όπου θα ’πρεπε να βρίσκονται τα νύχια; Το σκουλαρίκι του όμως…» πρόσθεσε, σηκώνοντας το δάχτυλο.
Ο Λούθιεν γύρισε για να του απαντήσει αλλά, βλέποντας την Κατρίν να κουνάει το κεφάλι της, κατάλαβε ότι δεν μπορεί να νικήσει σε αυτή την μονομαχία.
«Καλό μάτι», είπε σαρκαστικά στον Όλιβερ ο Γουάλας, ο καπετάνιος του Στράτον Γουίβερ, πλησιάζοντας με τον αδελφό Τζέιμσις.
«…Καλό αστείο!» τον διόρθωσε η Κατρίν.
«Πόση ώρα χρειαζόμαστε για να τους πλησιάσουμε;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Γουάλας κοίταξε στον ορίζοντα σηκώνοντας τους ώμους. «Μπορεί μισή ώρα, μπορεί όλη την υπόλοιπη μέρα», είπε. «Οι φίλοι μας οι Χιούγκοθ δεν έρχονται για την ώρα κατά πάνω μας. Κρατούν σταθερά νοτιοανατολική ρότα».
«Μας φοβούνται;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Είμαστε ισχυρότεροι», απάντησε με σιγουριά ο Γουάλας. «Αλλά δεν έχω δει ποτέ Χιούγκοθ να αποφεύγουν μια μάχη. Το πιθανότερο είναι ότι θέλουν να μας παρασύρουν κοντά στο Κόλνσεϊ, σε πιο ρηχά νερά όπου μπορούν να μας κάνουν να προσαράξουμε ή τουλάχιστον να έχουν το πλεονέκτημα στους ελιγμούς».
Ο Λούθιεν χαμογέλασε. Ο Γουάλας είχε επιλεγεί για καπετάνιος του Στράτον Γουίβερ επειδή γνώριζε αυτά τα νερά καλύτερα απ’ όλους τους άλλους πλοιάρχους των πολεμικών πλοίων. Ήταν πενήντα χρονών και είχε ζήσει πάνω από δώδεκα χρόνια στην αποικία του Λαντς Εντ ταξιδεύοντας καθημερινά στα νερά της Ντόρσαλ.
«Θα νομίζουν ότι έχουν το πλεονέκτημα, αφού πλησιάζουμε στο νησί», είπε η Κατρίν.
Ο Γουάλας γέλασε συμφωνώντας.
«Δεν θέλουμε να συγκρουστούμε μαζί τους», θύμισε ο Λούθιεν. «Βγήκαμε μόνο για να κάνουμε μια ειρηνική συνομιλία, αν είναι δυνατό». Αυτό ήταν όντως το σχέδιό τους και γι’ αυτό είχαν αφήσει στο Μπέι Κόλθγουιν τον υπόλοιπο στόλο, τριάντα πολεμικά πλοία συνολικά.
«Οι Χιούγκοθ δεν συμπαθούν πολύ τις συνομιλίες», είπε η Κατρίν.
«Και σέβονται μόνο τη δύναμη», πρόσθεσε ο Γουάλας.
«Αν χρειαστεί να καταστρέψουμε το πλοίο τους, θα το καταστρέψουμε», είπε ο Λούθιεν. «Θα τους συλλάβουμε όσο πιο αναίμακτα μπορούμε, αλλά δεν θα τους αφήσουμε σε καμία περίπτωση να μας ξεφύγουν».