Выбрать главу

«Ίσως δεν ήταν τόσο καλή ιδέα να βγει έτσι στη θάλασσα ο κυριώτερος σύμβουλος του βασιλιά», είπε ο Όλιβερ.

«Έπρεπε να βγω», απάντησε ο Λούθιεν.

«Μιλούσα για μένα», του εξήγησε ξερά ο Όλιβερ.

«Δεν το έχουμε βάλει ποτέ στα πόδια από μάχη», είπε η Κατρίν με όση αποφασιστικότητα μπορούσε να επιστρατεύσει.

Ο Λούθιεν, κοιτάζοντας στα πράσινα μάτια της, είδε μεγάλη ανησυχία. Την καταλάβαινε απόλυτα. Η Κατρίν δεν φοβόταν ποτέ τη μάχη, αλλά αυτήν τη φορά, σε αντίθεση με όλες τις μάχες που είχαν δώσει στο Εριαντόρ, αντίθετα με όλες τις μάχες που είχαν δώσει ποτέ τόσο η ίδια όσο κι ο Λούθιεν, οι εχθροί δεν ήταν Κυκλωπιανοί αλλά άνθρωποι. Η προοπτική να σκοτώσει, την ανησυχούσε όσο και η προοπτική να σκοτωθεί.

Ο καπετάνιος Γουάλας διέτρεξε σχεδόν τρέχοντας όλο το μήκος του πλοίου για να προετοιμάσει το πλήρωμά του. «Σημαδέψτε το μπροστινό πλοίο», είπε στους χειριστές του καταπέλτη. Αυτό ήταν πιο κοντά τους και πλησίαζε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα.

«Π’ ανάθεμά σε, σήκωσε τη σημαία της ανακωχής!» μουρμούρισε ο καπετάνιος πλησιάζοντας τους τρεις συντρόφους στην πλωριά κουπαστή.

Την ίδια σχεδόν στιγμή τα κουπιά του πρώτου πλοίου σηκώθηκαν από το νερό και το σκάφος γρήγορα έχασε την ορμή του στην ταραγμένη θάλασσα. Μετά ακούστηκε ένα κέρας, μια νότα καθαρή και δυνατή που εξαπλώθηκε σε όλη τη θάλασσα φτάνοντας επίσης ως το ανήσυχο πλήρωμα του Στράτον Γουίβερ.

«Πολεμικό κέρας», είπε η Κατρίν στον Γουάλας. «Δεν έχουν διάθεση για συνομιλίες».

Παρόμοια σαλπίσματα ακούστηκαν από τα άλλα πέντε πλοία των Χιούγκοθ κι αμέσως ακολούθησαν φωνές και ουρλιαχτά. Συνέχισαν να πλησιάζουν, με εξαίρεση το πρώτο που παρέμενε ακίνητο στο νερό σαν να περίμενε να κάνουν αυτοί την πρώτη κίνηση.

«Δεν μπορούμε να περιμένουμε», είπε ο Γουάλας στον φανερά απογοητευμένο Λούθιεν.

«Τρία ακόμη αριστερά!» ακούστηκε από πάνω η φωνή του παρατηρητή.

«Είναι αδύνατο να ξεφύγουμε», παρατήρησε η Κατρίν, μελετώντας την κατάσταση και βλέποντας την παγίδα να κλείνει γύρω από το Στράτον Γουίβερ.

Ο Γουάλας, γυρίζοντας προς το κύριο κατάστρωμα, διέταξε να μαζέψουν τα πανιά σε θέση μάχης. Έτσι το πλοίο θα μπορούσε να κάνει ελιγμούς χωρίς όμως να δίνει πολύ μεγάλο στόχο στους τοξότες των Χιούγκοθ με τα φλεγόμενα βέλη τους.

Ο Λούθιεν, στρεφόμενος κι αυτός, είδε τον αδελφό Τζέιμσις να πλησιάζει με πρόσωπο σκυθρωπό όπως πάντα. Κοιτάχτηκαν για λίγο. Ο Λούθιεν είχε αποφασίσει να κάνει αυτή την προσπάθεια για συνομιλίες, όμως η απόφασή του είχε θέσει σε κίνδυνο το πλήρωμα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ γύρισε πάλι προς τη θάλασσα, αλλά τότε αισθάνθηκε το χέρι του Τζέιμσις στον ώμο του.

«Προσπαθήσαμε, όπως ήμασταν υποχρεωμένοι να κάνουμε», είπε απρόσμενα ο μοναχός, «αλλιώς δεν θα ήμασταν καλύτεροι από τούτους που, όπως φαίνεται, θα πολεμήσουμε. Μη φοβάσαι όμως, άρχοντα Μπέντγουιρ, και έχε υπ’ όψη σου ότι με κάθε εχθρικό πλοίο που θα βυθίσουμε σήμερα…»

«Και θα βυθίσουμε πολλά!» είπε αποφασισμένα ο Γουάλας.

«…Θα υπάρχει μετά ένα λιγότερο πλοίο των Χιούγκοθ για να τρομοκρατεί την ακτή του Μπέι Κόλθγουιν», κατέληξε ο Τζέιμσις.

Ο Γουάλας κοίταξε τον Λούθιεν, δείχνοντας το κοντινότερο πλοίο των Χιούγκοθ σαν να ζητούσε την έγκρισή του.

Δεν ήταν εύκολη επιλογή για έναν ευσυνείδητο άνθρωπο σαν τον Λούθιεν Μπέντγουιρ, αλλά οι Χιούγκοθ είχαν δείξει καθαρά ότι ετοιμάζονται για ναυμαχία. Γύρω από το Στράτον Γουίβερ ακούγονταν σαλπίσματα και επικλήσεις στον θεό του πολέμου, των βαρβάρων.

«Γι’ αυτούς η μάχη είναι κάτι το τιμητικό», είπε η Κατρίν.

«Και αυτό είναι που τους καταδικάζει», απάντησε ο Λούθιεν.

Η μπάλα της αναμμένης πίσσας διέγραψε μια μεγαλόπρεπη τροχιά στον απογευματινό ουρανό, παίρνοντας ύψος και μετά βουτώντας σαν αρπακτικό που εντόπισε την λεία του. Το πλοίο των Χιούγκοθ προσπάθησε να αντιδράσει, τα κουπιά της μιας πλευράς βούτηξαν στο νερό αρχίζοντας να δίνουν στροφή στο πλοίο.

Ήταν πολύ αργά όμως. Οι χειριστές του καταπέλτη είχαν δέκα ολόκληρα λεπτά για να προετοιμάσουν αυτή την όχι και τόσο δύσκολη βολή. Το πλοίο των Χιούγκοθ κατάφερε να στρίψει σαράντα πέντε μοίρες, αλλά μετά η πύρινη μπάλα το βρήκε στη μέση και σχεδόν το τουμπάρισε.

Ο Λούθιεν είδε αρκετούς Χιούγκοθ να πηδούν στη θάλασσα με τις γούνες τους να έχουν αρπάξει φωτιά. Άκουσε τα ουρλιαχτά άλλων που δεν είχαν προλάβει να ξεφύγουν. Αλλά το πλοίο, μολονότι έπαθε ζημιές, δεν αχρηστεύτηκε και τα κουπιά έπεσαν πάλι στο νερό με αποτέλεσμα να συνεχίσει να πλησιάζει.

Στο μεταξύ, ο αρχηγός των Χιούγκοθ έτρεξε στην πλώρη του πλοίου που πλέον καιγόταν, ύψωσε το ξίφος του μανιασμένος κι άρχισε να φωνάζει κατάρες προς το μέρος τους.