Ο Λούθιεν σκέφτηκε ότι η περηφάνια του Χιούγκοθ ήταν εξίσου μεγάλη με τη βλακεία του, αφού τα άλλα δέκα πλοία των βαρβάρων (στο μεταξύ είχαν εμφανιστεί άλλα δύο) ήταν ακόμη πολύ μακριά για να του προσφέρουν υποστήριξη. Μπορεί ο Χιούγκοθ να μην καταλάβαινε τη δύναμη του πολεμικού πλοίου που αντιμετώπιζε, το πιθανότερο όμως ήταν ότι, μέσα στη μανία της μάχης, δεν τον ένοιαζε.
Ο Γουάλας έστριψε το Στράτον Γουίβερ με το πλευρό προς το πλοίο των βαρβάρων. Άλλη μια μπάλα από πίσσα εκτοξεύτηκε από τον καταπέλτη, αλλά έσπασε μονάχα κάμποσα κουπιά κι έπεσε στο νερό. Οι Χιούγκοθ συνέχιζαν να πλησιάζουν. Ο αρχηγός των βαρβάρων ανέβηκε στη γέφυρα του πλοίου του υψώνοντας τα χέρια προς τον ουρανό.
Ενώ ήταν σε αυτή τη στάση και φώναζε στον θεό του πολέμου, των Χιούγκοθ, η λόγχη που εκτοξεύτηκε από τη μεγαβαλλίστρα τον διαπέρασε στο στήθος και τον εκτόξευσε στα μισά του καταστρώματος.
Όμως, το πλοίο των Χιούγκοθ, καθώς συνέχιζε να πλησιάζει, ήταν πια πολύ κοντά για τον καταπέλτη, έτσι ο Γουάλας έδωσε εντολή στους χειριστές του να στραφούν σε άλλο στόχο. Οι δύο μεγαβαλλίστρες συνέχισαν να ρίχνουν, όπως και οι εκατό τοξότες του πλοίου, σαρώνοντας με βέλη του κατάστρωμα των Χιούγκοθ.
Αλλά το πλοίο συνέχιζε την πορεία του.
Οι μεγαβαλλίστρες επικέντρωσαν τις βολές τους στην ίσαλο γραμμή κοντά στα κουπιά, ενώ οι λόγχες άρχισαν να καρφώνονται στο κύτος του πλοίου.
«Στρίψε!» φώναξε ο Γουάλας στον τιμονιέρη του, που προσπαθούσε ήδη να στρέψει το σκάφος μαζί με τους ναύτες που βοηθούσαν στα πανιά. Η αποφασιστικότητα των Χιούγκοθ ήταν απίστευτη. Οι περισσότεροι βάρβαροι ήταν νεκροί, οι Εριαντοριανοί έβλεπαν τα πτώματά τους στο κατάστρωμα του πλοίου. Ταυτόχρονα όμως άκουγαν πάντα τα τύμπανα που έδιναν τον ρυθμό στους σκλάβους κωπηλάτες. Οι σκλάβοι τώρα ήταν σίγουρα πολύ περισσότεροι από τους Χιούγκοθ, όμως δεν το ήξεραν!
Το Στράτον Γουίβερ προχώρησε μερικές δεκάδες μέτρα ενώ το εχθρικό πλοίο συνέχισε ίσια, αφού δεν υπήρχε κανείς στο κατάστρωμα για να διορθώσει την πορεία του. Καθώς περνούσε πίσω από το Γουίβερ, τόσο κοντά ώστε τα κουπιά της δεξιάς πλευράς έσπασαν πάνω στην πρύμνη του πολεμικού, τρεις Εριαντοριανοί κατάφεραν να πετάξουν ένα βαρέλι με αναμμένο πετρέλαιο στο κατάστρωμά του.
Το πλοίο των Χιούγκοθ εξουδετερώθηκε πλήρως, αλλά τα υπόλοιπα πλησίαζαν πλέοντας δίπλα-δίπλα σε τέλειο συντονισμό. Οι χειριστές του καταπέλτη δούλευαν ασταμάτητα, οι μεγαβαλλίστρες εκτόξευαν τη μία λόγχη μετά την άλλη, ώσπου άλλο ένα πλοίο των Χιούγκοθ βούλιαξε ενώ ένα τρίτο έπαθε σοβαρές ζημιές, με αποτέλεσμα να μην μπορεί πια να ακολουθήσει τα υπόλοιπα.
Οι τοξότες είχαν παραταχθεί στις κουπαστές, ενώ από τα εχθρικά πλοία οι Χιούγκοθ απαντούσαν στις βολές τους με λόγχες και βέλη, πολλά αναμμένα. Ο Λούθιεν, έχοντας ετοιμάσει κι αυτός το τόξο του, χτύπησε έναν Χιούγκοθ λίγο πριν προλάβει να εκτοξεύσει μια τεράστια λόγχη εναντίον τους. Στο μεταξύ, ο Όλιβερ, η Κατρίν και πολλοί άλλοι φρόντιζαν τους τραυματίες κι έσβηναν τις φωτιές πριν προκαλέσουν σοβαρές ζημιές.
Ο Γουάλας έμοιαζε να βρίσκεται παντού ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές του, φωνάζοντας διαταγές στον τιμονιέρη του. Πολύ γρήγορα όμως το Στράτον Γουίβερ τραντάχτηκε από έναν εμβολισμό, ενώ από τις ανοιχτές μπουκαπόρτες του καταστρώματος ακουγόταν το τρομερό τρίξιμο του ξύλου που σπάει.
Δεκάδες αρπάγες εκτοξεύτηκαν από τους Χιούγκοθ. Ο Λούθιεν τράβηξε τον Τυφλωτή κι άρχισε να τρέχει, να κόβει σχοινιά όσο πιο γρήγορα μπορούσε, ενώ οι τοξότες εκτόξευαν βέλη το ένα μετά το άλλο σχεδόν χωρίς καν να σημαδεύουν.
Το θάρρος και η αγριότητα των Χιούγκοθ ήταν απίστευτη. Συνέχιζαν την επίθεση χωρίς να τους απασχολεί η ασφάλειά τους, σίγουροι ότι ο θάνατος στη μάχη είναι ιερός και αξιοζήλευτος.
Αισθάνθηκαν δεύτερο τράνταγμα καθώς ένα ακόμα πλοίο τους εμβόλισε από αριστερά, και μετά ένα τρίτο τη στιγμή που ένα κάποιο έπεφτε πάνω στην πλώρη του Γουίβερ κοντεύοντας να καταστραφεί και το ίδιο από τη σύγκρουση. Γρήγορα οι Χιούγκοθ πάνω στο Γουίβερ ήταν σχεδόν όσοι και οι Εριαντοριανοί, ενώ συνέχιζαν να ανεβαίνουν ολοένα περισσότεροι.
Ο Λούθιεν προσπάθησε να πλησιάσει τον Γουάλας, που πολεμούσε μανιασμένα κοντά στην πλώρη. «Όχι!» φώναξε και σταμάτησε ξαφνικά κοιτάζοντας με φρίκη, όταν ένας Χιούγκοθ κάρφωσε τον καπετάνιο με τον μυτερό γάντζο μιας αρπάγης. Το σχοινί τεντώθηκε αμέσως τραβώντας τον Γουάλας στη θάλασσα.
Ο Λούθιεν αναπήδησε ξαφνιασμένος βλέποντας έναν Χιούγκοθ να του επιτίθεται από το πλάι. Ήξερε ότι ο βάρβαρος τον είχε στο χέρι, ότι ο δισταγμός του μπροστά σε τέτοια αγριότητα θα του στοίχιζε ίσως τη ζωή.