Выбрать главу

Ο βάρβαρος όμως σταμάτησε ξαφνικά γυρίζοντας να κοιτάξει απορημένος έναν κομψευόμενο χάφλινγκ που ισορροπούσε πάνω στην κουπαστή, και πιο συγκεκριμένα στο ξίφος του χάφλινγκ, που του είχε διαπεράσει τα πλευρά.

Ο Χιούγκοθ ούρλιαξε, καθώς πηδούσε στον αέρα σκοπεύοντας να αρπάξει τον Όλιβερ στην πορεία του και να τον παρασύρει μαζί του στη θάλασσα, αλλά την ίδια στιγμή δέχτηκε ένα χτύπημα στο γόνατο, που τον έκανε να χάσει την ισορροπία του. Πάνω από την κουπαστή, η Κατρίν πρόλαβε να τον χτυπήσει άλλη μια φορά στο κεφάλι πριν χαθεί.

«Μου αρέσει πολύ περισσότερο να πολεμώ καβάλα στον καλό μου Θρεντμπέαρ», είπε ο Όλιβερ.

«Θυμηθείτε τη μάχη στη Μητρόπολη!» τους είπε ο Λούθιεν. «Η μοναδική μας πιθανότητα είναι να συγκεντρωθούμε όσο το δυνατόν περισσότεροι μαζί, να κάνουμε έναν αμυντικό σχηματισμό».

Η Κατρίν κατένευσε, αλλά ο Όλιβερ δεν συμφωνούσε. «Φίλε μου», είπε ήρεμα, «στη Μητρόπολη σωθήκαμε επειδή το βάλαμε στα πόδια». Μετά κοίταξε γύρω του, όμως δεν χρειάστηκε να ακολουθήσουν το βλέμμα του για να καταλάβουν ότι αυτήν τη φορά βρίσκονταν στη μέση της θάλασσας και δεν υπήρχε τρόπος να ξεφύγουν.

Το γενναίο πλήρωμα του Στράτον Γουίβερ πολεμούσε εδώ και περισσότερο από μία ώρα. Ο Λούθιεν, η Κατρίν, ο Όλιβερ με πενήντα άνδρες και γυναίκες είχαν υποχωρήσει στην ψηλή γέφυρα, ενώ εκατό Χιούγκοθ στο κύριο κατάστρωμα από κάτω άρπαζαν αιχμαλώτους κι εφόδια από το πλοίο, που είχε αρχίσει να γέρνει. Οι προοπτικές για όσους Χιούγκοθ θα δοκίμαζαν να ανεβούν πολεμώντας στη γέφυρα από τις δύο μικρές σκάλες δεν ήταν καλές, αλλά ουσιαστικά δεν χρειαζόταν να κάνουν κάτι τέτοιο αφού τα πλοία τους γέμιζαν από λάφυρα και αιχμαλώτους, ενώ το Στράτον Γουίβερ γρήγορα θα βούλιαζε.

Ο Λούθιεν το καταλάβαινε αυτό, το ίδιο όπως οι άλλοι. Έπρεπε να βρουν τη δύναμη για μία τελευταία απεγνωσμένη επίθεση, μολονότι ήξεραν όλοι ότι δεν έχουν ελπίδες να νικήσουν, ούτε να ξεφύγουν.

Και τότε ένας πελώριος Χιούγκοθ έφερε μπροστά στην γέφυρα έναν άνδρα με καφέ ράσο και τον πέταξε στο κατάστρωμα.

«Αδελφέ Τζέιμσις!» φώναξε ο Λούθιεν.

Ο μοναχός σηκώθηκε στα γόνατα. «Παράδωσε το σπαθί σου, φίλε μου», είπε στον Λούθιεν. «Ο Ρενίρ ο Ισενλανδός με διαβεβαίωσε ότι θα το δεχτεί.

Ο Λούθιεν κοίταξε με αμφιβολία τους συντρόφους του.

»Καλύτερα σκλάβοι κωπηλάτες παρά νεκροί!» τον ικέτεψε ο ειρηνόφιλος Τζέιμσις.

«Όχι!» φώναξε μια Εριαντοριανή. Έλυσε ένα σχοινί, το τύλιξε γύρω από το χέρι της και πήδησε από τη γέφυρα στο κατάστρωμα ορμώντας ηρωικά μέσα στο πλήθος των Χιούγκοθ. Πριν προλάβουν οι σύντροφοί της να την ακολουθήσουν ή να τη σταματήσουν, μια λόγχη υψώθηκε και την κάρφωσε ρίχνοντάς την κάτω. Οι Χιούγκοθ έπεσαν πάνω της σαν λύκοι. Τελικά την είδαν πάλι να την κρατά ένας πελώριος βάρβαρός, που της χτύπησε με δύναμη το πρόσωπο πάνω στην κουπαστή.

Όταν την άφησε, η γυναίκα, παρά τα τραύματά της κατάφερε να σηκωθεί όρθια.

Την επόμενη στιγμή ένας άλλος Χιούγκοθ την κάρφωσε στην κοιλιά με μια τρίαινα. Μετά τη σήκωσε στον αέρα, κρατώντας τη σε αυτή την μακάβρια πόζα για μερικές στιγμές ώσπου την πέταξε στη θάλασσα.

«Π’ ανάθεμά σε!» φώναξε ο νέος αρχίζοντας να κατεβαίνει τη σκάλα κάτασπρος από θυμό, με τον Τυφλωτή στο χέρι.

«Όχι!» φώναξε ο Τζέιμσις, με απελπισία που έβγαλε τον Λούθιεν από την οργή του. «Σε εκλιπαρώ, γιε του Μπέντγουιρ, για τις ζωές εκείνων που σε ακολουθούν!»

«Μπέντγουιρ;» μουρμούρισε απορημένος ο Ρενίν, πολύ σιγά για να τον ακούσει κανείς.

Ο Λούθιεν κοίταξε τους πενήντα άνδρες και γυναίκες πίσω του μην μπορώντας να φέρει άλλες αντιρρήσεις. Πίστευε ότι είναι εν μέρει υπεύθυνος για αυτή την καταστροφή, αφού ήταν δική του κυρίως ιδέα να βγει ένα πλοίο μόνο του για να μιλήσουν με τους βαρβάρους. Η μοναδική εμπειρία που είχε ως τότε ο Λούθιεν από τους Χιούγκοθ ήταν ο φίλος του ο Γκαρθ Ρόγκαρ στην Νταν Βάρνα, ο οποίος ήταν ένας από τους πιο έντιμους και λογικούς πολεμιστές που είχε γνωρίσει ποτέ του.

Ίσως εξαιτίας εκείνης της φιλίας, ο Λούθιεν, δεν ήταν προετοιμασμένος για τους άγριους Ισενλανδούς. Τώρα είχαν σκοτωθεί εκατό Εριαντοριανοί, ίσως περισσότεροι, ενώ άλλοι πενήντα είχαν μεταφερθεί κιόλας στα πλοία των Χιούγκοθ σαν αιχμάλωτοι. Με τα καστανά του μάτια βουρκωμένα από απόγνωση, ο Λούθιεν πέταξε τον Τυφλωτή κάτω στο κατάστρωμα.

Λίγο αργότερα, ο ίδιος με τους συντρόφους του βρίσκονταν πάνω σε ένα πλοίο των Χιούγκοθ και κοίταζαν το Στράτον Γουίβερ να χάνεται κάτω από τα κύματα.

8

Προοπτικές