Ο Τουμς κράτησε αυτή την πορεία για τρεις μέρες, μέχρι που φάνηκαν οι κορυφές των απόκρημνων βουνών του Κόλνσεϊ. Μετά άρχισε μια πολύ ανοιχτή στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών που έφερε το σκάφος προς τα βορειοδυτικά. Πίσω του, τα επτά μέλη του πληρώματος δούλευαν μανιασμένα πίνοντας εξίσου μανιασμένα, τραβώντας δίχτυα και χοντρές πετονιές φορτωμένα με ψάρια: όμορφους, γυαλιστερούς μπακαλιάρους και σκουμπριά, και μαζί τους κάποτε μερικά γαλαζόψαρα, άγρια αρπακτικά ψάρια που κολυμπάνε και δαγκώνουν, κολυμπάνε και δαγκώνουν χωρίς να σταματούν ποτέ πριν αποτελειώσουν το άτυχο θύμα τους. Ο Σάμους Μακ Κονρόι τα χτυπούσε φρενιασμένα με έναν μεγάλο πείρο στο κεφάλι μέχρι να σταματήσουν τις τρομερές δαγκωματιές με τα κοφτερά δόντια τους. Κάποιο πρόλαβε να τον δαγκώσει άσχημα στον αστράγαλο τρυπώντας τις σκληρές μπότες του, αλλ’ αυτός τότε σήκωσε το τρίκιλο ψάρι από την ουρά και το κοπάνησε κάμποσες φορές στην κουπαστή υπό τα γιουχαίσματα και τις επευφημίες των άλλων.
Για τους θαλασσόλυκους, αυτή η ζωή ήταν παράδεισος.
Το Σκίπερ βούλιαζε ήδη πιο χαμηλά στο νερό στη μέση της στροφής, με το αμπάρι του σχεδόν γεμάτο. Δύο μέλη του πληρώματος κατέβασαν μία ακόμη πετονιά ενώ οι άλλοι πέντε ξεδιάλεγαν το φορτίο, έβρισκαν μικρότερα ψάρια που ήταν ακόμη ζωντανά και τα πετούσαν στη θάλασσα για να τα αντικαταστήσουν με μεγαλύτερα. Αυτή η διαδικασία ήταν περισσότερο παιχνίδι και διασκέδαση, γιατί μια ντουζίνα μικρότερα ψάρια είχαν την ίδια αξία με τα οχτώ μεγαλύτερα που θα έπαιρναν τη θέση τους στο αμπάρι, αλλά οι γερο-ναυτικοί ήξεραν ότι οι μέρες του ταξιδιού περνούν πιο γρήγορα όταν έχουν κάτι να κάνουν. Το αμπάρι είχε γεμίσει ψάρια ενώ το Σκίπερ απείχε τριακόσια μίλια από το λιμάνι, γι’ αυτό τώρα ουσιαστικά δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν από το να κρατάνε το πανί φουσκωμένο και να καθοδηγούν το πλοίο.
«Α, ώστε δεν είμαστε οι μόνοι που έχουν τα κότσια και το μυαλό να έλθουν τόσο μακριά για να γεμίσουν το αμπάρι τους», είπε ο Σάμους στον Άραν. Μετά, χαμογελώντας με το δύσπιστο ύφος του Άραν, του έδειξε βόρεια, όπου φαινόταν μια σκοτεινή κουκκίδα πάνω στην γκριζογάλανη γραμμή του ορίζοντα.
«Κρίμα που δεν έχουμε μεγαλύτερο αμπάρι», απάντησε εύθυμα ο Άραν. «Θα είχαμε καθαρίσει αυτά τα νερά μέχρι να φτάσουν!» Και ο στριμμένος καπετάνιος χτύπησε δυνατά στην πλάτη τον λοστρόμο του.
Ο Σάμους γέλασε.
Το Σκίπερ συνέχιζε το δρόμο του με καλό άνεμο και καθαρό ουρανό. Η θάλασσα ήταν ταραγμένη αλλά όχι φουρτουνιασμένη, έτσι το ψάρεμα τώρα ήταν περισσότερο σπορ παρά δουλειά. Αργότερα εκείνο το απόγευμα ο Άραν Τουμς άρχισε να ανησυχεί. Καθώς η κουκίδα στον ορίζοντα ήταν πολύ μεγαλύτερη τώρα, ο καπετάνιος είδε απορημένος ότι δεν είχε πανί στο μοναδικό κατάρτι του, πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν αλιευτικό από το Μπέι Κόλθγουιν. Προχωρούσε όμως και μάλιστα γρήγορα, ακολουθώντας πορεία που θα του επέτρεπε να κόψει τον δρόμο στο Σκίπερ.
Ο Τουμς έστριψε το σκάφος δυτικά.
Λίγο αργότερα το άλλο πλοίο διόρθωσε ανάλογα τη ρότα του.
«Τι λες;» ρώτησε ο Σάμους πλησιάζοντας τον Τουμς στο τιμόνι.
«Δεν ξέρω», απάντησε αυτός σκυθρωπά. «Μ’ έχει βάλει σε σκέψεις».
Το πλήρωμα του Σκίπερ έβλεπε τον αφρό δίπλα στο σκάφος που πλησίαζε, μια αναταραχή στα νερά που μπορεί να σήμαινε μόνο ένα πράγμα: μια σειρά μεγάλα κουπιά που κωπηλατούν δυνατά. Σε όλη τη Θάλασσα Ντόρσαλ, μόνο μία φυλή χρησιμοποιούσε πλοία που είναι εφοδιασμένα και με πανιά και με κουπιά.
«Χιούγκοθ;» ρώτησε ο Σάμους.
Ο Άραν Τουμς δεν βρήκε τη δύναμη να απαντήσει.
«Τι δουλειά έχουν τόσο νότια κι ανατολικά;» είπε ο Σάμους. Μια ρητορική ερώτηση.
«Δεν το ξέρουμε ότι είναι Χιούγκοθ!» του φώναξε ο Τουμς.
Ο Σάμους τον κοίταξε άναυδος. Ο καπετάνιος, που γελούσε με τις σαρκοβόρες φάλαινες, έδειχνε τρομαγμένος με τη σκέψη ότι το πλοίο που πλησίαζε μπορεί να ήταν των Χιούγκοθ.
«Οι Χιούγκοθ είναι οι μόνοι που τρέχουν τόσο γρήγορα με κουπιά», είπε ένας άλλος από το πλήρωμα. Το ψάρεμα είχε ξεχαστεί.
Ο Άραν Τουμς μασούσε το χείλι του προσπαθώντας να βρει μια απάντηση.
«Τρέχει καλά όμως», είπε ο Σάμους, με το βλέμμα καρφωμένο στο άλλο πλοίο. Και ήταν αλήθεια. Τα πλοία των βάρβαρων Χιούγκοθ ήταν τα καλύτερα στις βόρειες θάλασσες. Είκοσι μέτρα μήκος, γεμάτα χάρη, γερά και γρήγορα, έκοβαν τα κύματα χωρίς σχεδόν να ρυτιδώνουν το νερό.