«Συμμαχήστε μαζί μας», είπε αυθόρμητα ο Λούθιεν. Αμέσως μόλις βγήκαν τα λόγια από το στόμα του συνειδητοποίησε πόσο βλακώδης ακουγόταν η πρότασή του, όμως ήξερε ότι το τελευταίο πράγμα που πρέπει να κάνεις με έναν Χιούγκοθ ήταν αυτό που έκανε ο Όλιβερ, να τον προκαλέσεις στο πεδίο της τιμής. Αν απειλούσαν τον βασιλιά Άσμουντ με τα ογδόντα πολεμικά πλοία, εκείνο που θα έκανε σαν γενναίος πολεμιστής θα ήταν να δεχτεί την πρόκληση και να ανοίξει πόλεμο μαζί τους. «Με τα ογδόντα πλοία που έχουμε εμείς και τον δικό σας στόλο, θα μπορούσαμε…»
«Ζητάς από εμένα τέτοιο πράγμα;» ρώτησε ο Ίθαν χτυπώντας το στήθος του.
Ο Λούθιεν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Είσαι αδελφός μου», είπε ανυποχώρητα. «Κάποτε ήσουν Εριαντοριανός, ανεξάρτητα από το τι ισχυρίζεσαι ότι είσαι τώρα. Απαιτώ να ζητήσεις από τον βασιλιά σου να σταματήσει τις επιδρομές στις ακτές του Εριαντόρ. Παρ’ όλα όσα έχουν συμβεί, δεν είμαστε εχθροί σας».
Ο Ίθαν ξεφύσηξε περιφρονητικά, μην κάνοντας καν τον κόπο να κοιτάξει τον Άσμουντ. «Δίνεις μεγάλο βάρος στην ικανότητά μου να επηρεάζω τους αδελφούς μου, τους Χιούγκοθ», είπε. «Ο βασιλιάς Άσμουντ, όχι εγώ, αποφασίζει τι θα κάνουν οι Χιούγκοθ».
«Κι εσύ υπακούς πρόθυμα στις αποφάσεις του», τον κατηγόρησε ο Λούθιεν με το πρόσωπό του συσπασμένο από ξαφνικό θυμό. «Εριαντοριανοί σκοτώθηκαν, και ο Ίθαν Μπέντγουιρ δεν έκανε τίποτα!»
«Ο Ίθαν Μπέντγουιρ έχει πεθάνει», απάντησε ο άνθρωπος που τώρα λεγόταν Βίνταλφ.
«Δεν θυμάται λοιπόν ο Βίνταλφ την αγάπη που του είχε ο Λούθιεν Μπέντγουιρ στα νεανικά του χρόνια;» ρώτησε η Κατρίν.
Οι ώμοι του Ίθαν κρέμασαν για μια στιγμή, μια αδιόρατη ένδειξη ότι η Κατρίν είχε αγγίξει κάποια ευαίσθητη χορδή μέσα του. Μετά όμως σήκωσε πάλι ψηλά το κεφάλι για να κοιτάξει επίμονα τον Λούθιεν.
«Θα παρακαλέσω τον βασιλιά μου για σένα», είπε ήρεμα ο Ίθαν. «Με τον λόγο του πανίσχυρου Άσμουντ θα σε αφήσουμε να φύγεις, θα αποβιβάσουμε εσένα, την Κατρίν και τον υπερφίαλο μικροσκοπικό σου φίλο στην ακτή του Μπέι Κόλθγουιν, νότια του Τζάιμπι».
«Και τους άλλους;» ρώτησε σκυθρωπά ο Λούθιεν.
«Οι άλλοι είναι αιχμάλωτοι, πιάστηκαν νόμιμα στη μάχη», απάντησε ο Ίθαν.
Ο Λούθιεν σήκωσε ψηλά το κεφάλι. «Όχι», είπε. «Όλους. Να μεταφερθούν όλοι στο Εριαντόρ, μέχρι τον τελευταίο».
Κοιτάχτηκαν ανυποχώρητοι και οι δύο. Μετά ο Ρενίρ, που διασκέδαζε με τη σύγκρουση ανάμεσά τους, σίμωσε στον Ίθαν και του έδωσε τον Τυφλωτή. Ο Ίθαν κοίταξε επίμονα για λίγο το σπαθί, το σημαντικότερο κειμήλιο της παλιάς του οικογένειας. Μετά από μια στιγμή γέλασε και, κοιτάζοντας προκλητικά τον Λούθιεν, έδεσε το υπέροχο όπλο στη μέση του.
«Είπες ότι δεν ανήκεις πια στην οικογένεια Μπέντγουιρ», είπε ο Λούθιεν, αναζητώντας κάποιο επιχείρημα και προσπαθώντας να συγκρατήσει τον θυμό του. Δεν άντεχε να βλέπει τον Ίθαν —ή, μάλλον, τον Βίνταλφ— να φορά αυτό το σπαθί.
«Κι έτσι είναι», απάντησε αδιάφορα ο Ίθαν, σαν να μιλούσε για κάτι ασήμαντο.
«Αλλά φοράς το σπαθί των Μπέντγουιρ».
Τώρα ήταν η σειρά του Ίθαν να γελάσει, ενώ ο Ρενίρ με τον Άσμουντ και τους άλλους Χιούγκοθ άρχισαν να γελούν κι αυτοί. «Φορώ το σπαθί ενός νικημένου εχθρού», τον διόρθωσε ο Ίθαν. «Σου το πήραμε νόμιμα, όπως νόμιμα νικήσαμε τους άνδρες που έγιναν σκλάβοι. Δέξου την πρότασή μου, πρώην αδελφέ. Φύγε, και πάρε την Κατρίν μαζί σου. Δεν μπορώ να εγγυηθώ την ασφάλειά της εδώ. Όσο για τον μικρό φίλο σου, μπορώ να σε διαβεβαιώσω ότι θα έχει τρομερή μοίρα στα χέρια των Χιούγκοθ, που δεν ανέχονται τέτοια αδυναμία».
«Αδυναμία;» τραύλισε ο Όλιβερ, αλλά η Κατρίν του έκλεισε το στόμα με το χέρι, πριν πει καμιά βλακεία που θα έκανε τους Χιούγκοθ να τους σκοτώσουν.
«Όλους», επανέλαβε ο Λούθιεν. «Και θα μου δώσεις και το σπαθί».
«Γιατί να σου τα χαρίσω όλ’ αυτά» ρώτησε ο Ίθαν.
«Ε, μη μου δίνεις λοιπόν!» φώναξε ο Λούθιεν, καθώς ξεσπούσαν πάλι γέλια γύρω του. «Δεν ζητώ τίποτα από κάποιον που είναι τόσο δειλός ώστε να αποκηρύξει την κληρονομιά του. Θα πάρω αυτό που θέλω όμως, αν όχι χάρη στο οικογενειακό αίμα, τότε χάρη στο αίμα που θα χύσω!»
Ο Ίθαν σήκωσε ψηλά το κεφάλι ακούγοντας αυτή την πρόκληση. «Έχουμε ξαναμονομαχήσει», είπε.
Ο Λούθιεν δεν απάντησε.
»Και σε είχα νικήσει», του υπενθύμισε ο Ίθαν.
«Ήμουν νεότερος».
Ο Ίθαν κοίταξε τον Άσμουντ, που δεν αντέδρασε.
«Οι σκλάβοι δεν είναι δικοί σου για να τους ελευθερώσεις», του είπε ο Ρενίρ. «Εγώ τους έπιασα».
Ο Ίθαν συμφώνησε με ένα καταφατικό νεύμα.
«Μονομαχήστε για το σπαθί τότε», είπε ο Άσμουντ.
«Για όλα», επέμεινε ο Λούθιεν.
«Για το σπαθί», απάντησε ο Ίθαν. «Και για την ελευθερία σου, την ελευθερία της Κατρίν και του μικρού. Τίποτα παραπάνω».