Ο Ίθαν βρισκόταν πιο χαμηλά, γι’ αυτό δεν μπορούσε να την τραβήξει έξω. Αν έκανε ένα βήμα πάνω, θα μπορούσε να βγάλει το σπαθί, όμως ήταν αδύνατο να κάνει αυτό το βήμα. Είχε χάσει μόνο ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, αλλά ακόμη κι αυτό ήταν πολύ, καθώς είχε απέναντι του τον ικανό Λούθιεν.
Τέλος της μονομαχίας.
Ο Λούθιεν το κατάλαβε, και δεν ήξερε τι να κάνει. Από τον νου του πέρασαν εικόνες της Κατρίν και του Όλιβερ, που θα έμεναν αιχμάλωτοι των Χιούγκοθ. Από την άλλη μεριά όμως, αν διεκδικούσε αυτήν τη νίκη, το Εριαντόρ δεν θα επιζούσε από τις επιθέσεις των Χιούγκοθ. Τότε, ξαφνικά, το ένα του πόδι γλίστρησε και ο Λούθιεν έπεσε πάνω στις πέτρες. Το σπαθί, φεύγοντας από το χέρι του, έπεσε μακριά. Γύρισε σε καθιστή στάση κρατώντας το μωλωπισμένο και ματωμένο χέρι του.
Ο Ίθαν στάθηκε από πάνω του με τον Τυφλωτή στο χέρι. Ο Λούθιεν τον κοίταξε στα μάτια, αυτά τα χαρακτηριστικά μάτια των Μπέντγουιρ, και για μια στιγμή ήταν σίγουρος ότι ο αδελφός του θα τον σκοτώσει.
Ο Ίθαν δεν κινήθηκε. Έμοιαζε να μην ξέρει τι να κάνει, χαμένος μέσα σε ένα μείγμα θυμού και απελπισίας. Δεν μπορούσε να σκοτώσει τον αδελφό του, γεγονός που φαινόταν να ενοχλεί πολύ τον άνθρωπο ο οποίος τώρα ονομαζόταν Βίνταλφ.
Η κόψη του Τυφλωτή άγγιξε τον Λούθιεν στο πλάι του λαιμού του.
«Νίκησα!» φώναξε ο Ίθαν.
«Αρκετά!» βρυχήθηκε ο Άσμουντ πριν προλάβει να τελειώσει ο Ίθαν. Ο βασιλιάς των Χιούγκοθ είπε κάτι στον άνθρωπο που έστεκε δίπλα του και καμιά εικοσαριά πολεμιστές πλησίασαν τα δύο αδέλφια.
«Στη βασιλική αίθουσα!» διέταξε ο ένας τον Ίθαν, ενώ δύο άλλοι σήκωσαν απότομα τον Λούθιεν στα πόδια του και τον μισοκουβάλησαν προς την καλύβα περνώντας μπροστά από εκατό ζευγάρια περίεργα μάτια, ανάμεσά τους της Κατρίν και του Όλιβερ. Αφού τον πήγαν μέσα, τον πέταξαν κάτω, δίπλα στον όρθιο αδελφό του. Μετά, όλοι οι Χιούγκοθ εκτός από τον Άσμουντ βγήκαν από την καλύβα.
Ο Λούθιεν κοίταξε για μερικές στιγμές τον καθισμένο βασιλιά και μετά τον αδελφό του. Κατόπιν σηκώθηκε αργά. Ο Ίθαν δεν τον κοίταζε.
«Έξυπνη κίνηση», είπε ο Άσμουντ στον Λούθιεν.
Ο Λούθιεν τον ατένισε με δυσπιστία. Δεν ήξερε πού θέλει να καταλήξει ο βασιλιάς των Χιούγκοθ.
«Τον είχες νικήσει», είπε ωμά ο Άσμουντ.
«Έτσι νόμισα κι εγώ, αλλά…» άρχισε να λέει ο Λούθιεν.
Τον σταμάτησε το γέλιο του Άσμουντ.
«Εγώ τον νίκησα!» γρύλλισε ο Ίθαν.
Ο Άσμουντ, σταματώντας ξαφνικά να γελάει, κοίταξε επίμονα τον Ίθαν. «Δεν είναι ατιμωτικό να νικηθείς από έναν ικανό πολεμιστή», είπε ο Χιούγκοθ. «Και, για μένα, ο αδελφός σου είναι εξίσου ικανός με σένα!»
Ο Ίθαν χαμήλωσε τα μάτια. Μετά αναστέναξε βαθιά και γύρισε στον Λούθιεν. «Με ξεγέλασες δύο φορές», είπε. «Πρώτα όταν έσπρωξες το σπαθί μου μέσα στους βράχους, μετά όταν προσποιήθηκες ότι γλίστρησες».
«Οι πέτρες ήταν βρεγμένες», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν. «Γλιστρούσαν από τα φύκια».
«Δεν γλίστρησες», είπε ο Ίθαν.
«Όχι», συμφώνησε ο Άσμουντ. «Έπεσε γιατί θεώρησε ότι ήταν καλύτερα να πέσει». Ο βασιλιάς γέλασε πάλι με την έκφραση κατάπληξης του Λούθιεν. «Δεν ήθελες να σκοτώσεις τον Ίθαν», συνέχισε ο πανέξυπνος Άσμουντ. «Και πίστευες πως ούτε κι αυτός θα σε σκότωνε. Όμως, αν τον νικούσες, φοβόσουν ότι θα τιμούσαμε μεν τη συμφωνία μας για το σπαθί και την απελευθέρωση τη δική σου και των φίλων σας, αλλά θα χανόταν κάθε προοπτική να πετύχεις ένα ευρύτερο καλό, να πάρουν τέλος οι επιδρομές στις ακτές σας».
Ο Λούθιεν τα είχε χάσει βλέποντας ότι ο Άσμουντ κατάλαβε τόσο εύκολα το τέχνασμά του! Δεν είχε τίποτε ν’ απαντήσει, έτσι έμεινε όσο πιο ήρεμος μπορούσε περιμένοντας την κρίση του βασιλιά.
Ο Ίθαν φαινόταν να ταράζεται περισσότερο με ό,τι έλεγε ο Άσμουντ. Δεν μπορούσε να αρνηθεί ότι αυτά που είπε ο βασιλιάς ήταν αλήθεια. Όταν ο Τυφλωτής σφηνώθηκε στη χαραμάδα, ο Λούθιεν κέρδισε ένα ανυπέρβλητο πλεονέκτημα. Την επόμενη στιγμή, γλίστρησε κι έπεσε. Έπρεπε να παραδεχτεί ότι ο Λούθιεν, που κρατούσε τόσο καλή ισορροπία και έλεγχο των κινήσεών του, δεν ήταν δυνατό να γλίστρησε τυχαία σε μια τόσο κρίσιμη στιγμή.
Ο Άσμουντ τους κοίταξε αμίλητος για λίγο. «Είστε οι μόνοι Εριαντοριανοί που έτυχε ως τώρα να γνωρίσω σε βάθος», είπε τελικά. «Αδέλφια από καλή γενιά, πρέπει να παραδεχτώ».