«Παρά το σκόπιμο γλίστρημα;» τόλμησε να ρωτήσει ο Λούθιεν, ηρεμώντας όταν ο Άσμουντ γέλασε πάλι.
«Μπράβο σου!» φώναξε ο βασιλιάς. «Αν είχες νικήσει τον Ίθαν, θα κέρδιζες μόνο τη ζωή σου και τη ζωή των δυο στενότερων συντρόφων σου. Και το σπαθί βέβαια, που δεν είναι μικρό πράγμα».
«Αλλά το τίμημα θα ήταν πολύ μεγάλο», επέμεινε ο Λούθιεν, «γιατί θα χανόταν κάθε ενδεχόμενο για συνομιλίες, ενώ μπορεί να μειωνόταν ο Ίθαν στα μάτια σου».
«Θα πέθαινες για το Εριαντόρ;» ρώτησε ο Άσμουντ.
«Φυσικά!»
«Για τον Ίθαν, που εμείς ονομάζουμε Βίνταλφ;»
«Φυσικά!»
Η σταράτη απάντηση του Λούθιεν ήταν ένα δυνατό χτύπημα για τον Ίθαν. Τον έκανε να θυμηθεί τη ζωή του στην Νταν Βάρνα κοντά στον μικρότερο αδελφό του, ένα παιδί και μετά έναν νεαρό που πάντα αγαπούσε. Τώρα ένιωθε πληγωμένος από τις ίδιες του τις πράξεις, από τη σκέψη ότι μπορεί να σκότωνε τον Λούθιεν στη μονομαχία τους. Πώς επέτρεψε στον θυμό του να υπαγορεύσει τις πράξεις του;
«Θα πέθαινε ο Ίθαν για σένα, λες;» ρώτησε ο Άσμουντ.
«Ναι», απάντησε πάλι ο Λούθιεν, χωρίς καν να κοιτάξει τον αδελφό του για επιβεβαίωση.
Ο Άσμουντ ξέσπασε πάλι σε τρανταχτά γέλια. «Μου αρέσεις, Λούθιεν Μπέντγουιρ, σε σέβομαι, όπως σέβομαι και τον αδελφό σου».
«Δεν είμαι πια αδελφός του», είπε ο Ίθαν, πριν προλάβει να σκεφτεί καλύτερα τι θα έλεγε.
«Είσαι, πάντα», τον διόρθωσε ο Άσμουντ. «Αν δεν ήσουν πάντα αδελφός του, θα ολοκλήρωνες τη νίκη αποτελειώνοντας τον Λούθιεν, όχι φωνάζοντας απλά “νίκησα”».
Ο Ίθαν χαμήλωσε τα μάτια.
«Και τότε θα σε είχα σκοτώσει!» φώναξε ο Άσμουντ και σηκώθηκε απότομα από τον θρόνο ξαφνιάζοντας τα δύο αδέλφια. Μετά, ηρεμώντας, κάθισε πάλι. «Όταν μιλήσαμε νωρίτερα, ισχυρίστηκες ότι δεν είμαστε εχθροί», είπε στον Λούθιεν.
«Δεν είμαστε», επέμεινε αυτός. «Οι Εριαντοριανοί πολεμούν τους Χιούγκοθ μόνο όταν οι Χιούγκοθ κάνουν επιδρομές στο Εριαντόρ. Αλλά υπάρχει ένα μεγαλύτερο κακό από την έχθρα ανάμεσα στους δυο λαούς μας, μια αρρώστια που μολύνει με σατανική μαγεία όλη τη χώρα…»
Ο Άσμουντ σήκωσε το χέρι σταματώντας τον. «Δεν χρειάζεται να με πείσεις για το ποιόν του βασιλιά του Άβον», είπε. «Ο αδελφός σου μου μίλησε για τον Γκρινσπάροου, άλλωστε έχω δει από πρώτο χέρι τα έργα του. Η αρρώστια που σάρωσε το Εριαντόρ δεν περιορίστηκε στη χώρα σας».
«Έφτασε και στην Ισενλανδία;» ρώτησε ξέπνοα ο Λούθιεν.
«Όχι», απάντησε ο Άσμουντ, «γιατί, εκείνοι που προσβλήθηκαν στη θάλασσα, δεν τόλμησαν να γυρίσουν πίσω. Οι ιερείς μας ανακάλυψαν την πηγή της αρρώστιας, και από τότε το όνομα του Γκρινσπάροου είναι καταραμένο για τους Χιούγκοθ.
Ο Άσμουντ άλλαξε ξαφνικά θέμα αιφνιδιάζοντας τον Λούθιεν. «Ήσουν ο καλύτερος φίλος του Γκαρθ Ρόγκαρ», είπε. «Ο Τόριν Ρόγκαρ είναι από τους πιο στενούς μου φίλους».
Ο Λούθιεν τόλμησε να ελπίσει ότι η συνάντηση πήγαινε καλά. Ήταν σίγουρος ότι οι Χιούγκοθ θα άφηναν ελεύθερο αυτόν, τον Όλιβερ και την Κατρίν. Έτσι αποφάσισε να προχωρήσει τη συζήτηση στο επόμενο στάδιο.
«Ο Γκαρθ Ρόγκαρ ήταν ο μοναδικός Χιούγκοθ που γνώρισα σε βάθος», είπε. «Άνθρωπος από καλή γενιά, πρέπει να παραδεχτώ!»
Ο Άσμουντ γέλασε πάλι βροντερά.
«Δεν είμαστε εχθροί σας», είπε αποφασισμένα ο Λούθιεν, κάνοντας τον βασιλιά να σοβαρέψει.
«Έτσι λες, λοιπόν», είπε ο Άσμουντ γέρνοντας μπροστά στον θρόνο του. «Και είναι ο Γκρινσπάροου εχθρός σας;
Ο Λούθιεν συνειδητοποίησε ότι έμπαινε σε δύσκολα νερά. Το ένστικτό του έλεγε να φωνάξει “Ναι!”, αλλά μια τέτοια επίσημη δήλωση μπροστά σε έναν ξένο βασιλιά μπορεί να οδηγούσε σε σοβαρά προβλήματα.
»Υπαινίχθηκες ότι είναι δυνατόν να γίνει μια συμμαχία ανάμεσα στους λαούς μας για να πολεμήσουμε τον Γκρινσπάροου», συνέχισε ο Άσμουντ. «Μια τέτοια συνθήκη ίσως να ήταν ευπρόσδεκτη.
Ο Λούθιεν ένιωσε ελπίδα αλλά και δισταγμό μαζί. Ήθελε να απαντήσει, να υποσχεθεί, αλλά δεν μπορούσε. Όχι ακόμη.
Ο Άσμουντ παρακολουθούσε κάθε του κίνηση, τις γροθιές του που σφίχτηκαν, το ότι πήγε κάτι να πει και μετά σταμάτησε. «Πήγαινε στον βασιλιά σου, τον Μπριντ’Αμούρ, Λούθιεν Μπέντγουιρ», είπε ο βασιλιάς των Χιούγκοθ. «Φέρε μου μέσα σε έναν μήνα μια επίσημη συνθήκη που να κατονομάζει τον Γκρινσπάροου σαν κοινό εχθρό μας». Ο Άσμουντ έγειρε πίσω στον θρόνο του χαμογελώντας λοξά. «Ήλθαμε εδώ για πόλεμο, στο όνομα του Θεού μας και της θέλησής του», δήλωσε — μια όχι και τόσο συγκαλυμμένη υπενθύμιση στον Λούθιεν ότι έχει να κάνει με σκληρούς πολεμιστές. «Και θα πολεμήσουμε. Φέρε μου τη συνθήκη, γιατί αλλιώς τα πλοία μας θα ερημώσουν την ανατολική ακτή σας όπως είχαμε αποφασίσει».
Ο Λούθιεν ήθελε να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση, να απειλήσει τους Χιούγκοθ ότι τα πολεμικά πλοία του Εριαντόρ θα υπεράσπιζαν τις ακτές, αλλά είχε τη σύνεση να αφήσει αυτή την παρόρμηση να περάσει. «Έναν μήνα;» είπε μόνο με αμφιβολία. «Είναι δύσκολο να πάω στο Κάερ Μακντόναλντ και να γυρίσω μέσα σε έναν μήνα. Χρειάζομαι μια βδομάδα μέχρι το Τζάιμπι…»