«…Τρεις μέρες με δικό μας πλοίο», τον διόρθωσε ο βασιλιάς Άσμουντ.
«Και δέκα μέρες ταξίδι στη στεριά», πρόσθεσε ο Λούθιεν, προσπαθώντας να μη σκέφτεται τα δεινά που θα τραβούσαν οι σκλάβοι κωπηλάτες για να τον μεταφέρουν τόσο μακριά, τόσο γρήγορα.
«Θα στείλω τον αδελφό σου στο Τζάιμπι σαν απεσταλμένο μου», είπε ο Άσμουντ.
«Στείλ’ τον στο Τσάλμπερς, στα δυτικά από ’δώ», πρότεινε ο Λούθιεν. «Θα έχω μικρότερη διαδρομή κατά την επιστροφή μου από το Κάερ Μακντόναλντ».
Ο Άσμουντ συμφώνησε με ένα νεύμα. «Έναν μήνα, Λούθιεν Μπέντγουιρ, ούτε μια μέρα παραπάνω!»
Ο Λούθιεν δεν είχε άλλα επιχειρήματα.
Ο Άσμουντ τον έδιωξε τότε μαζί και τον Ίθαν, αφού πρώτα ανέθεσε στον τελευταίο να κανονίσει για τη μεταφορά του Λούθιεν, της Κατρίν, του Όλιβερ και του αδελφού Τζέιμσις στο Εριαντόρ. Οι άλλοι Εριαντοριανοί θα έμεναν εδώ, αλλά ο Λούθιεν κατάφερε να του αποσπάσει μια υπόσχεση ότι οι Χιούγκοθ δεν θα τους κακομεταχειρίζονταν και θα τους άφηναν ελεύ-θερους αν και όταν θα τους έφερνε τη συνθήκη.
Μέσα σε μια ώρα το πλοίο ήταν έτοιμο να φύγει. Οι τρεις σύντροφοι του Λούθιεν ανέβηκαν πάνω, αλλά ο νεαρός Μπέντγουιρ καθυστέρησε, ήθελε να μείνει για λίγο μόνος με τον αδελφό του.
Ο Ίθαν έδειχνε να ντρέπεται από όλη τούτη την κατάσταση, από τις επιλογές του κι από τον ρόλο του στις επιδρομές των Χιούγκοθ.
«Δεν ήξερα», παραδέχτηκε. «Νόμιζα ότι όλα ήταν ακόμη όπως παλιά, ότι ο Γκρινσπάροου κυβερνά το Εριαντόρ».
«Ζητάς συγγνώμη;» ρώτησε ο Λούθιεν.
«Απλώς δίνω μια εξήγηση», απάντησε ο Ίθαν. «Τίποτα παραπάνω. Δεν ελέγχω τις πράξεις των αδελφών μου, των Χιούγκοθ. Κάθε άλλο. Με ανέχονται μόνο επειδή έχω δείξει ικανότητα και θάρρος και λόγω της ιστορίας με τον Γκαρθ Ρόγκαρ».
«Πήγα όντως νότια για να σε βρω», είπε ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν κατένευσε, δείχνοντας να το εκτιμά αυτό. «Μόνο που εγώ δεν κατευθύνθηκα ποτέ προς τα νότια», απάντησε. «Ο Γκάχρις με διέταξε να πάω στο Πορτ Τσάρλι και από εκεί να πάρω πλοίο για το Καρλάιλ, όπου θα μου έδιναν έναν μικρό βαθμό στον στρατό του Άβον και θα με έστελναν στο βασίλειο του Ντουρέ».
«Για να πολεμήσεις στις τάξεις του στρατού της Γασκόνης», είπε ο Λούθιεν, ξέροντας καλά την ιστορία.
«Ναι», συμφώνησε ο Ίθαν, «για να πολεμήσω και μάλλον να πεθάνω σε εκείνο το μακρινό βασίλειο. Αλλά αρνήθηκα να δεχτώ αυτή την εξορία, έτσι επέλεξα μια δική μου στη θέση της».
«Στους Χιούγκοθ;» ρώτησε κατάπληκτος ο Λούθιεν.
Ο Ίθαν χαμογέλασε. «Όχι, πήγα στο Λαντς Εντ», εξήγησε. «Ταξίδεψα νότια από το Μπέντγουιντριν για ένα διάστημα και μετά έστριψα ανατολικά διασχίζοντας το Πέρασμα του ΜακΝτόναλντ. Πήγα στο Τζάιμπι, όπου πλήρωσα ακριβά για να με πάνε κρυφά στο νησί του Κόλνσεϊ. Πίστευα ότι θα μπορούσα να ζήσω τη ζωή μου ήσυχα στο Λαντς Εντ. Δεν κάνουν πολλές ερωτήσεις εκεί».
«Αλλά ήλθαν οι Χιούγκοθ και κατέστρεψαν τον οικισμό», είπε ο Λούθιεν με βαριά επικριτική φωνή, καθώς σκεφτόταν με πολύ πόνο τον θάνατο των Εριαντοριανών.
«Όχι», απάντησε πάλι ο Ίθαν αναιρώντας τα λανθασμένα συμπεράσματα του αδελφού του. «Το Λαντς Εντ είναι άθικτο μέχρι σήμερα. Οι Χιούγκοθ δεν έχουν πειράξει ούτε έναν από τους κατοίκους του».
«Τότε πώς;»
«Το πλοίο μου δεν έφτασε ποτέ εκεί, βυθίστηκε σε μια καταιγίδα», εξήγησε ο Ίθαν. «Οι Χιούγκοθ με έβγαλαν από τη θάλασσα. Ήμουν τυχερός που βρέθηκαν στον δρόμο μου, και ακόμη πιο τυχερός που ο καπετάνιος του πλοίου ήταν ο Τόριν Ρόγκαρ».
Ο Λούθιεν τον κοίταξε για λίγο αμίλητος, προσπαθώντας να χωνέψει την ιστορία του αδελφού του. «Ήταν καλή τύχη για σένα», είπε. «Και για το Εριαντόρ, όπως φαίνεται».
«Χάρηκα με όσα μου είπες για το Εριαντόρ», είπε ο Ίθαν. Έλυσε τον Τυφλωτή από τη μέση του και τον έδωσε στον Λούθιεν. «Και είμαι περήφανος για σένα, Λούθιεν Μπέντγουιρ. Το σωστό είναι να φοράς εσύ το σπαθί της οικογένειας Μπέντγουιρ». Το πρόσωπο του Ίθαν ξάφνου έγινε σκυθρωπό και πεισματάρικο. «Έχε υπόψη σου όμως ότι είμαι Χιούγκοθ τώρα», συνέχισε, «και όχι συγγενής σου. Φέρε τη συνθήκη στον βασιλιά μου, αλλιώς οι Χιούγκοθ, κι εγώ μαζί τους, θα σας χτυπήσουμε».
Ο Λούθιεν ήξερε ότι τα λόγια του είναι υπόσχεση, όχι απειλή — και ήξερε ότι οι Χιούγκοθ, αλλά κι ο Ίθαν, θα τηρούσαν αυτή την υπόσχεση.
11
Πολιτική
Λιγότερο από δυο βδομάδες μετά την αναχώρησή τους από τον καταυλισμό των Χιούγκοθ στο Κόλνσεϊ, ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ έβλεπαν να προβάλλει στο βάθος η Μητρόπολη του Κάερ Μακντόναλντ. Είχαν καλύψει εκατοντάδες χιλιόμετρα από θάλασσα και στεριά σε απίστευτα μικρό χρονικό διάστημα, γι’ αυτό τα άλογά τους, ο Ριβερντάνσερ και ο Θρεντμπέαρ, ήταν καταβεβλημένα. Η Κατρίν δεν είχε έλθει μαζί τους. Ένα πλοίο των Χιούγκοθ την είχε μεταφέρει μαζί με τον Ίθαν και τον αδελφό Τζέιμσις στο εριαντοριανό λιμάνι του Τσάλμπερς.