«Πιστεύεις ότι ο Μπριντ’Αμούρ θα συμμαχούσε με τους Χιούγκοθ, αν ο Γκρινσπάροου παραβίαζε πρώτος τη συνθήκη;» ρώτησε ο Λούθιεν.
Ο Όλιβερ σήκωσε τους ώμους. «Υπάρχουν και καλύτεροι σύμμαχοι από έναν λαό που χρησιμοποιεί σκλάβους», είπε. «Αν όμως το πιθανό κέρδος μπορεί να είναι η πτώση του Γκρινσπάροου, τότε νομίζω ότι είναι δυνατόν να πεισθεί». Κοίταξε για λίγο καχύποπτα τον Λούθιεν, ιδιαίτερα το λοξό χαμόγελο του φίλου του. «Έχεις κάποια ιδέα για να κάνεις τον Γκρινσπάροου να κινηθεί ενάντια στο Εριαντόρ;» τον ρώτησε. «Νομίζεις ότι μπορείς να τον καταφέρεις να παραβιάσει τη συνθήκη;»
«Όχι», απάντησε ο Λούθιεν. «Ο Γκρινσπάροου έχει παραβιάσει ήδη τη συνθήκη προκαλώντας τις επιδρομές των Κυκλωπιανών εναντίον μας. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε είναι να βρούμε αποδείξεις αυτής της συνωμοσίας — και γρήγορα».
«Και πώς θα το κατορθώσεις αυτό;» ρώτησε ο Όλιβερ.
«Θα πάμε στην πηγή», του εξήγησε ο Λούθιεν. «Η Σιόμπαν θα γυρίσει απόψε με πληροφορίες για τον καταυλισμό των Κυκλωπιανών. Σίγουρα ο Μπριντ’Αμούρ θα διατάξει να τους χτυπήσουμε αμέσως. Απλώς, θα είμαστε εκεί πρώτοι για να βρούμε τις αποδείξεις που χρειαζόμαστε».
Ο Όλιβερ εξεπλάγη τόσο, ώστε δεν ήξερε τι να απαντήσει. Δεν του διέφυγε, όμως, ότι ο Λούθιεν τον είχε συμπεριλάβει κιόλας στα σχέδιά του χωρίς να τον ρωτήσει.
12
Ζωντανή απόδειξη
Ο Λούθιεν κι ο Όλιβερ πλησίασαν αθόρυβα στην κορυφή του βράχου. Άκουγαν τη φασαρία του καταυλισμού των Κυκλωπιανών από κάτω, σε ένα πετρώδες ξέφωτο περικυκλωμένο από πεύκα και βράχια. Ο Λούθιεν, αφού έριξε μια ματιά στο πλάι καθώς έφταναν στην κορυφή, με μια γρήγορη κίνηση έβγαλε το πλατύγυρο καπέλο από το κεφάλι του Όλιβερ.
Εκείνος πήγε να διαμαρτυρηθεί, αλλά ο Λούθιεν είχε προβλέψει αυτή την αντίδραση και του έκλεισε το στόμα με την παλάμη, ενώ με το άλλο χέρι του έγνεφε να κάνει ησυχία.
«Θα σου το πω μόνο μια φορά, να μου δώσεις το καπέλο μου», ψιθύρισε ο χάφλινγκ.
Ο Λούθιεν του το έδωσε.
»Και θα πω κάτι ακόμη σε σένα και στη φίλη σου», πρόσθεσε μετά, καθώς θυμήθηκε κι άλλες φορές που του είχαν φερθεί έτσι ο Λούθιεν και η Κατρίν. «Αν ξαναβάλετε τα βρόμικά χέρια σας στο στόμα μου, θα σας δαγκώσω».
Ο Λούθιεν έφερε το δάχτυλο στα χείλια του δείχνοντας τον καταυλισμό.
Σηκώθηκαν και δρασκέλισαν αθόρυβα την κορυφή του βράχου. Τώρα έβλεπαν καθαρά τους αντιπάλους τους από κάτω. Ο καταυλισμός είχε κάτι το εξωπραγματικό, έναν αφύσικο φωτισμό που γινόταν ακόμη πιο έντονος από την αντίθεση της σκοτεινής νύχτας γύρω του. Είδαν μερικές μικρές φωτιές, αλλά αυτές δεν μπορούσαν να φωτίσουν το ξέφωτο έτσι, σχεδόν σαν μέρα, ούτε να εξηγήσουν το γεγονός ότι το φως δεν ήταν τόσο ορατό από οποιοδήποτε άλλο σημείο εκτός από το ξέφωτο, σχεδόν σαν να περιοριζόταν στα όρια του καταυλισμού.
Ο Λούθιεν κατάλαβε αμέσως ότι η πηγή του πρέπει να ήταν μαγική, όμως ήξερε ότι οι Κυκλωπιανοί δεν σκαμπάζουν από μαγεία. Οι μονόφθαλμοι σίγουρα δεν ήταν τόσο έξυπνοι ώστε να μάθουν τα μυστικά των μαγικών τεχνών.
Μα, από την άλλη μεριά, δεν μπορούσε να αρνηθεί αυτό που έβλεπε. Τα πάντα μέσα στο ξέφωτο, οι δεκάδες Κυκλωπιανοί που κυκλοφορούσαν, τα σχήματα των βράχων, η αυτοσχέδια κρεμάστρα με τα όπλα στο τοίχωμα ενός γκρεμού απέναντι του φαίνονταν ολοκάθαρα.
Κοίταξε τον Όλιβερ, που απλώς σήκωσε τους ώμους απορημένος κι αυτός. «Κυκλωπιανός μάγος;» ψιθύρισε.
Στράφηκαν πάλι προς τον καταυλισμό για να λάβουν αμέσως την απάντηση, καθώς εμφανίστηκε ένας άνδρας με φαρδιές πλάτες και μεγάλη κοιλιά, που μιλούσε με έναν μεγαλόσωμο Κυκλωπιανό γελώντας εύθυμα. Φορούσε σκούρο κεντητό χιτώνα μέχρι τα γόνατα και, παρά τη μεγάλη απόσταση, έβλεπαν ότι το εφαρμοστό παντελόνι του γυάλιζε, που σήμαινε ότι ήταν από μετάξι ή κάποιο άλλο ακριβό υλικό, ενώ οι αγκράφες των παπουτσιών του πρέπει να ήταν ασημένιες.
«Μετράω δύο μάτια σ’ αυτό τον τύπο», ψιθύρισε ο Όλιβερ.
Ο Λούθιεν κατένευσε. Δεν τον γνώριζε, αλλά το μαγικό φως στον καταυλισμό και τα πλούσια ρούχα του έδειχναν ότι ήταν ένας από τους δούκες του Γκρινσπάροου. Η παρουσία του εδώ ήταν η απόδειξη που χρειαζόταν ο Μπριντ’Αμούρ.
Ο άνδρας, αφού χτύπησε δυνατά τον Κυκλωπιανό στην πλάτη συνεχίζοντας να γελά, μετά φόρεσε ένα καπέλο με γούνα και χρυσό θυρεό ραμμένον μπροστά. Ένας άλλος Κυκλωπιανός, πλησιάζοντας, του έδωσε ένα τεράστιο ποτήρι της μπίρας, που ο δούκας το σήκωσε ως το στόμα του και το άδειασε σχεδόν μονορούφι με καταφανή απόλαυση.
Κάμποση μπίρα χύθηκε από το ποτήρι κι έτρεξε στα μεγάλα προγούλια του δούκα. Καθώς ο Κυκλωπιανός έβαλε τα γέλια, ο δούκας γέλασε κι αυτός τρανταχτά.