Выбрать главу

«Ο Μπριντ’Αμούρ θα γελάσει ακόμη πιο δυνατά όταν θα τον πάμε στον Κάερ Μακντόναλντ», ψιθύρισε ο Λούθιεν.

«Πώς θα τον πιάσουμε;» είπε ο Όλιβερ κάνοντας την προφανή ερώτηση. Αν εκείνος ο άνθρωπος ήταν όντως μάγος, τότε θα ήταν σχεδόν αδύνατο να τον πιάσουν, αν άνοιγαν μάχη με τους Κυκλωπιανούς.

Ο Λούθιεν χαμογέλασε και σήκωσε την άκρη του υπέροχου μανδύα του. Η Πορφυρή Σκιά μπορούσε να μπει στον καταυλισμό αθέατη, όσο δυνατό κι αν ήταν το φως.

«Θες να μπεις κρυφά για να τον αρπάξεις;» ρώτησε κατάπληκτος ο Όλιβερ.

«Ναι. Μπορούμε να το κάνουμε!» απάντησε ο Λούθιεν.

Ο Όλιβερ βόγγηξε σιγανά. Μετά ανακάθισε σκυφτός ακουμπώντας την πλάτη του στον βράχο. «Γιατί με βάζεις κι εμένα πάντα μέσα;» ρώτησε. «Ίσως θα έπρεπε να βρεις κάποιον άλλο για να έρθει μαζί σου».

«Μα, Όλιβερ», διαμαρτυρήθηκε ο Λούθιεν με ένα πλατύ χαμόγελο, ενώ καθόταν κι αυτός με τον ίδιο τρόπο δίπλα στον χάφλινγκ. «Εσύ είσαι ο μόνος που χωράει κάτω από τον μανδύα».

«Τι τυχερός που είμαι!» μουρμούρισε ο Όλιβερ.

Απομακρύνθηκαν από τον καταυλισμό για να ενημερώσουν τα κοντινότερα ξωτικά για το σχέδιό τους. Υπήρχαν πάνω από διακόσιοι νάνοι στην περιοχή, όπως επίσης οι Κάτερς, σαράντα ξωτικά και μισοξωτικά, ανάμεσά τους και η Σιόμπαν. Το αρχικό σχέδιο ήταν να μπουν στον καταυλισμό πολεμώντας, φωνάζοντας Σάουγκλς Γκλεν!, και να σφάξουν όλους τους Κυκλωπιανούς. Ο Λούθιεν, έχοντας τη συμπαράσταση της Σιόμπαν, έπεισε τους εξαγριωμένους νάνους ότι θα πετύχαιναν πολύ καλύτερα τον σκοπό τους αν περίμεναν να βρουν πρώτα τις αποδείξεις που χρειάζονταν.

Λίγο αργότερα ο Λούθιεν και ο Όλιβερ ξαναγύρισαν στο ίδιο σημείο ψηλά στο βράχο, περιμένοντας να αποκοιμηθούν οι περισσότεροι μονόφθαλμοι ή τουλάχιστον να μειωθεί λίγο το φως. Πέρασε μια ώρα, μετά άλλη μία. Το φεγγάρι κατέβηκε χαμηλά στη δύση και γρήγορα χάθηκε πίσω από κατάμαυρα σύννεφα. Από μακριά ακούγονταν μπουμπουνητά.

Ο δούκας συνέχιζε να γελά πίνοντας καθισμένος κοντά σε μια φωτιά και παίζοντας ζάρια με τους Κυκλωπιανούς. Ακόμη και με τον μαγικό μανδύα, θα ήταν αδύνατο να τον πλησιάσουν χωρίς να πολεμήσουν.

Ξαφνικά όμως ήλθε η ευκαιρία που περίμεναν. Ο δούκας ρεύτηκε δυνατά και σηκώθηκε τινάζοντας σκόνη και ξυλαράκια από τον μανδύα του. Άδειασε την μπίρα από το ποτήρι του, ρεύτηκε ξανά και κατευθύνθηκε προς την άκρη του καταυλισμού, ακριβώς κάτω δεξιά από τους δύο συντρόφους.

«Ήπιε πολύ και πάει να αδειάσει…» ψιθύρισε ο Όλιβερ.

Κατέβηκαν από την πίσω μεριά του βράχου, αρχίζοντας να προχωρούν αθόρυβα μέσα στο σκοτάδι προς το σημείο όπου είχε χαθεί ο δούκας. Γρήγορα άρχισαν να ακολουθούν έναν σταθερό ήχο σαν νερό που τρέχει, και είδαν τον δούκα. Με το ένα χέρι στηριζόταν σε ένα δέντρο δίπλα του, ενώ με το άλλο είχε ανασηκώσει το μπροστινό μέρος του χιτώνα του. Απείχε γύρω στα έξι μέτρα από τον καταυλισμό, κι ένα μεγάλο μέρος αυτής της απόστασης ήταν γεμάτο πυκνά δέντρα και θάμνους.

«Μην πλησιάσεις πολύ», τον προειδοποίησε ο Όλιβερ. «Μπορεί να σε κατουρήσει».

Ο Λούθιεν έπνιξε ένα νευρικό γέλιο συνεχίζοντας να πλησιάζει. Ξαφνικά πάγωσε καθώς πάτησε ένα κλαδί, που έσπασε με δυνατό κρότο. Ο Όλιβερ πέτρωσε κι αυτός στη θέση του με μια έκφραση φρίκης.

Γρήγορα όμως οι δυο σύντροφοι κατάλαβαν ότι δεν υπήρχε λόγος ανησυχίας. Ο δούκας ήταν τόσο μεθυσμένος που δεν αντιλήφθηκε τίποτα, παρ’ όλο που βρίσκονταν μόλις τρία μέτρα κοντά του. Ο Λούθιεν σκέφτηκε τι πρέπει να κάνει. Μπορούσε να ορμήσει πάνω του και να τον χτυπήσει δυνατά, αλλά αν το χτύπημα δεν έριχνε αναίσθητο τον δούκα, οι φωνές του θα ξεσήκωναν τους Κυκλωπιανούς. Επίσης, δεν μπορούσε να τον χτυπήσει με το ξίφος, γιατί τον ήθελαν ζωντανό.

Η απειλή θα είναι αρκετή, αποφάσισε. Κοίταξε γύρω του για τον Όλιβερ αλλά δεν τον είδε πουθενά. Τράβηξε τον Τυφλωτή. Δεν τολμούσε να φωνάξει τον φίλο του, έτσι πήρε μια βαθιά ανάσα, διέσχισε τρέχοντας τα τελευταία μέτρα και σήκωσε το σπαθί του μπροστά στο πρόσωπο του δούκα.

«Ησυχία!» είπε μ’ έναν άγριο ψίθυρο φέρνοντας το δάχτυλο του ελεύθερου χεριού του στα χείλια.

Ο δούκας τον κοίταξε με περιέργεια συνεχίζοντας ανενόχλητος ό,τι έκανε, σαν να μην είχε συνειδητοποιήσει τι συνέβαινε.

Ο Λούθιεν κούνησε το σπαθί μπροστά στο πρόσωπό του. Τότε μόνο ο δούκας βγήκε ξαφνικά από τη νάρκη του και τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Ο νεαρός Μπέντγουιρ φοβήθηκε ότι ίσως να φώναζε, γι’ αυτό όρμησε με σκοπό να κολλήσει την αιχμή του σπαθιού στον λαιμό του.

Αλλά ο δούκας ήταν πιο γρήγορος και η κίνησή του πολύ πιο απλή. Με το χέρι που ως τότε ακουμπούσε στο δέντρο, έβγαλε ένα φυλαχτό από τον χιτώνα του και το κούνησε στον αέρα δημιουργώντας ένα πεδίο από γαλάζιο φως μπροστά του.