Η ορμή του Λούθιεν ήταν τόσο μεγάλη ώστε δεν πρόλαβε να αντιδράσει. Η αιχμή του Τυφλωτή χτύπησε στο φωτεινό πεδίο σκορπίζοντας γύρω σπίθες, με αποτέλεσμα όλο το σπαθί να πεταχτεί πίσω, πάνω από το κεφάλι του Λούθιεν, τινάζοντάς του δυνατά το χέρι. Προσπαθώντας να σταματήσει αυτή την κίνηση, με μια κραυγή μάζεψε τον ώμο του όσο μπορούσε. Μόλις που άγγιξε το γαλάζιο φως, αλλά αυτό ήταν αρκετό για να ενεργοποιηθεί το απωθητικό πεδίο. Ο Λούθιεν πετάχτηκε στον αέρα προς τα πίσω πέφτοντας πάνω στους κορμούς των δέντρων.
Όμως, το εύθυμο γέλιο του μάγου πνίγηκε πριν ακόμη αρχίσει, καθώς εκείνος αισθάνθηκε ένα τσίμπημα στην κοιλιά του. Κοιτάζοντας κάτω, είδε τον Όλιβερ να στέκεται μέσα από το απωθητικό πεδίο με το ξίφος στο χέρι.
«Αχά!» είπε ο χάφλινγκ. «Πέρασα πίσω από τα ανόητα μαγικά σου και είμαι μέσα στην τόσο έξυπνη ασπίδα σου». Ξαφνικά το χαμόγελό του έσβησε καθώς κοίταξε κάτω. «Αλλά, τα τόσο ωραία παπούτσια μου είναι βρεγμένα!» φώναξε.
Ο δούκας έκανε μια αστραπιαία κίνηση. Εξίσου γρήγορα κινήθηκε κι ο Όλιβερ έχοντας σκοπό να τον καρφώσει πιο δυνατά, ξαφνικά όμως είδε με φρίκη ότι, με μια λέξη του μάγου, το ξίφος του μεταμορφώθηκε σε ζωντανό φίδι που στράφηκε αμέσως εναντίον του!
Ο Όλιβερ είδε τα τεράστια, δυνατά χέρια του μάγου να απλώνονται για να τον αρπάξουν από τον λαιμό!
Ο χάφλινγκ ξεφώνησε καθώς πετούσε το ξίφος πάνω από το κεφάλι του, σκύβοντας ταυτόχρονα για να αποφύγει τον δούκα. Η επίθεση δεν ήρθε ποτέ όμως, γιατί το ξίφος-φίδι, αφού προσέκρουσε στο απωθητικό πεδίο, αναπήδησε χτυπώντας τον μάγο στο πρόσωπο. Ο δούκας ξεφώνισε και προσπάθησε να αρπάξει το φίδι για να το πετάξει από πάνω του.
Ο Όλιβερ πέρασε ανάμεσα στα πόδια του, γύρισε προς τον δούκα και αρπάχτηκε από τον χιτώνα του. Σκαρφάλωσε στην πελώρια πλάτη του και πήρε τη θέση του φιδιού, τη στιγμή που ο δούκας κατάφερνε να το πετάξει κάτω. Ο Όλιβερ αρπάχτηκε από το ένα αφτί του δούκα για να κρατηθεί καθώς το κεφάλι εκείνου στρεφόταν προς τα πίσω. Ο δούκας άνοιξε το στόμα για να φωνάξει, αλλά ο Όλιβερ έχωσε αμέσως εκεί μέσα το ελεύθερο χέρι του.
Στο μεταξύ ο Λούθιεν παρέκαμπτε το απωθητικό πεδίο με τον Τυφλωτή στο χέρι. Μερικοί από τους Κυκλωπιανούς έρχονταν προς το μέρος τους φωνάζοντας: «Ρέσμορ!» Έπρεπε να φύγουν γρήγορα, και αν αυτός ο μάγος, ο Ρέσμορ, δεν υπάκουε, είχε σκοπό να τον σκοτώσει.
«Τα γάντια μου είναι δερμάτινα, ναι;» είπε ο Όλιβερ.
«Ναι».
«Τα τρύπησε με τα δόντια του!» ξεφώνισε ο Όλιβερ. Καθώς τραβούσε το χέρι του, ο μάγος δούκας δεν έχασε χρόνο.
«Α’ τα’ αρέφι!» φώναξε.
Άκουσαν πολλούς Κυκλωπιανούς να ουρλιάζουν, ήδη μόλις πέντε μέτρα μακριά τους.
Ο Λούθιεν αφού βρέθηκε δίπλα στον Ρέσμορ με δυο δρασκελιές, τον άφησε αναίσθητο με μια δεξιά γροθιά στο σαγόνι, αναγκάζοντας τον Όλιβερ να πηδήσει από πάνω του και να κυλήσει στο χώμα.
«Μονόφθαλμοι!» ψιθύρισε καθώς σηκωνόταν, αλλά ανέκτησε κάποιες ελπίδες όταν είδε το ξίφος του να έχει ξαναπάρει την κανονική μορφή του. «Πάρε το γελοίο καπέλο του και πάμε!»
Ο Λούθιεν, τινάζοντας το πονεμένο χέρι του, πήγε να πάρει το καπέλο. Ο θυρεός πάνω του μπορεί να ήταν αρκετός για τον σκοπό τους. Σταμάτησε όμως όταν άκουσε τον Όλιβερ να μιλάει ξανά.
«Μυρίζεις αυτό που μυρίζω;» ρώτησε ο χάφλινγκ.
Όντως, ο Λούθιεν οσφράνθηκε μια γνωστή απαίσια οσμή σαν από θειάφι. Κοίταξε τον Όλιβερ, πριν γυρίσει για να ακολουθήσει το βλέμμα του χάφλινγκ πάνω από τον ώμο του. Μια περιστρεφόμενη σφαίρα από πορτοκαλί φλόγες πήρε γρήγορα τη μορφή ενός δίποδου σκυλόμορφου ζώου, με κέρατα στο κεφάλι και μάτια που άστραφταν έχοντας το κατακόκκινο χρώμα της δαιμονικής φωτιάς.
«Ω, όχι πάλι!» βόγγηξε ο Όλιβερ.
Το ουρλιαχτό του δαίμονα αντήχησε μέσα στη νύχτα.
«Να υποθέσω ότι εσύ είσαι ο Α’ τα’ αρέφι;» είπε σαρκαστικά ο Όλιβερ.
Ο δαίμονας δεν ήταν μεγάλος, γύρω στο ενάμισι μέτρο από το κεφάλι μέχρι την ουρά, αλλά η αύρα του, εκείνη η αίσθηση της δύναμης που περιβάλλει κάθε δαίμονα, ήταν σχεδόν αφόρητη. Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ, έχοντας πολεμήσει αρκετά τέτοια τέρατα, ήξεραν ότι θα έχουν σοβαρό πρόβλημα, κάτι που έγινε ακόμη πιο φανερό όταν ο Α’ τα’ αρέφι άνοιξε διάπλατα το στόμα του. Γεμάτο μυτερά δόντια, άνοιγε τόσο πολύ που νόμιζες ότι θα μπορούσε να καταπιεί τον Όλιβερ ολόκληρο!
Από πάνω τους, μες από τα μαύρα σύννεφα, ακούστηκε ένας κεραυνός, μια πινελιά ταιριαστή στην παρουσία του δαίμονα. Στην ξαφνική αναλαμπή, οι δυο σύντροφοι είδαν ότι οι Κυκλωπιανοί τους είχαν περικυκλώσει, διατηρώντας όμως μια απόσταση και ψιθυρίζοντας ότι αυτή είναι η Πορφυρή Σκιά.