Выбрать главу

Ο Λούθιεν δεν ασχολήθηκε καθόλου μαζί τους συγκεντρώνοντας όλη του την προσοχή στον δαίμονα.

Από το πελώριο στόμα του Α’ τα’ αρέφι ξεπρόβαλε μια διχαλωτή γλώσσα. Ακούστηκε ένα σφυριχτό γάβγισμα και μετά ο δαίμονας, με μια ταχύτητα που παρέλυσε τους δυο συντρόφους, όρμησε κατά πάνω τους.

Ο Όλιβερ ούρλιαξε. Ο Λούθιεν έκανε το ίδιο και σήκωσε τον Τυφλωτή, μολονότι ήξερε ότι δεν θα προλάβαινε να αποκρούσει την επίθεση.

Και ξαφνικά τυφλώθηκε, όπως επίσης ο Όλιβερ και οι Κυκλωπιανοί, καθώς έπεσε ένας κεραυνός ακριβώς μπροστά του. Ο Λούθιεν αισθάνθηκε τους μυώνες του να κάνουν ανεξέλεγκτες συσπάσεις, αισθάνθηκε τα μαλλιά του να ορθώνονται, καταλαβαίνοντας συνάμα ότι η τρομερή έκρηξη τον είχε πετάξει στον αέρα. Καταφέρνοντας να σηκωθεί πάλι όρθιος, προσπάθησε να κρατήσει την ισορροπία του, αν και γρήγορα συνειδητοποίησε ότι, λόγω της επερχόμενης επίθεσης του δαίμονα, ίσως θα ήταν πιο έξυπνο να βουτήξει στο πλάι.

Αλλά η επίθεση δεν ήρθε ποτέ, ενώ ταυτόχρονα κατάλαβε από τους ήχους γύρω τους ότι είχε αρχίσει η μάχη. Άκουσε τις χορδές από τα τόξα των ξωτικών να δουλεύουν ασταμάτητα, την οχλοβοή από την επίθεση των νάνων, τις κραυγές των αιφνιδιασμένων Κυκλωπιανών.

Γρήγορα, καθώς επανήλθε η όρασή του, είδε ότι ο Α’ τα’ αρέφι δεν υπήρχε πια. Το μόνο που απέμενε από τον δαίμονα ήταν μια μαυρισμένη διχαλωτή γλώσσα πεσμένη στο έδαφος στα πόδια του Λούθιεν.

Εξίσου απότομα με τον κεραυνό ακολούθησε η νεροποντή, μια καταρρακτώδης βροχή που μούσκεψε αμέσως τα πάντα. Ο Λούθιεν τράβηξε την κουκούλα του μανδύα πάνω από το κεφάλι του με μια τελείως ενστικτώδη, αφηρημένη κίνηση.

Το βογγητό του Ρέσμορ τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Τινάζοντας το κεφάλι για να καθαρίσει τη σκέψη του, κοίταξε τον πεσμένο δούκα. Δεν μπόρεσε να πνίξει ένα γέλιο, καθώς είδε τον Όλιβερ καθισμένο δίπλα του με τα σγουρά μαλλιά του ισιωμένα κι ορθωμένα από τον κεραυνό.

«Μπουμ…» μουρμούρισε ο Όλιβερ, και σωριάστηκε δίπλα στον δούκα. Το τράνταγμα ξύπνησε τον Ρέσμορ.

Ο Λούθιεν έτρεξε και κάθισε πάνω του για να τον ακινητοποιήσει.

«Θα σε παραδώσω προσωπικά στον βασιλιά Γκρινσπάροου!» είπε ο ζαλισμένος, μεθυσμένος Ρέσμορ.

Ο Λούθιεν τον χτύπησε πάλι και, όταν ο Ρέσμορ έχασε ξανά τις αισθήσεις του, ξάπλωσε από πάνω του απλώνοντας τον πορφυρό μανδύα για να σκεπάσει και τους τρεις. Ήθελε να σηκωθεί για να πάρει μέρος στη μάχη, ήξερε όμως ότι αυτό που έκανε ήταν πιο σημαντικό, τόσο για να φρουρήσει τον πολύτιμο αιχμάλωτό τους όσο επίσης για να μην ξυπνήσει πάλι ο δούκας και μπει στη μάχη.

Άλλωστε, γρήγορα κατάλαβε ότι οι σύντροφοί του είχαν ήδη επικρατήσει. Η εκδίκηση παρακινούσε τα τσεκούρια και τα σφυριά των νάνων, ενώ κανείς δεν πολεμούσε καλύτερα από τα ξωτικά μέσα στο σκοτάδι. Οι Κυκλωπιανοί είχαν αιφνιδιαστεί, μα το χειρότερο γι’ αυτούς, λόγω του δυνατού φωτός που κυριαρχούσε στον καταυλισμό τους, τώρα δεν έβλεπαν σχεδόν τίποτα στο σκοτάδι.

Για μια στιγμή όμως ο Λούθιεν νόμισε ότι θα υποχρεωθεί να πολεμήσει όταν ένιωσε έναν τρομοκρατημένο μονόφθαλμο να βγαίνει τρέχοντας από τους θάμνους και να έρχεται ίσια προς τον αόρατο σωρό των σωμάτων. Στρέφοντας αργά το κεφάλι του για να μην χαλάσει το καμουφλάζ, είδε τον Κυκλωπιανό να τρέχει μέσα στη βροχή κοιτάζοντας ταυτόχρονα απελπισμένος πάνω από τον ώμο του. Εκείνη τη στιγμή, προσκρούοντας στο απωθητικό πεδίο του Ρέσμορ, εκτοξεύτηκε προς τα πίσω για να πέσει πάνω σε δυο νάνους που μόλις είχαν βγει από τους θάμνους.

«Δεν περίμενα ότι θα είχε το κουράγιο να μας επιτεθεί!» φώναξε ένας από τους νάνους, ενώ ταυτόχρονα πεταγόταν όρθιος και κατέβαζε το τσεκούρι του στη ραχοκοκαλιά του ζαλισμένου Κυκλωπιανού.

«Ούτε κι εγώ!» φώναξε ο άλλος, διαλύοντας το κεφάλι του μονόφθαλμου με το βαρύ σφυρί του.

«Τα παιδιά του θα είναι περήφανα!» είπε ο πρώτος νάνος.

«Τα παιδιά του θα είναι ορφανά!» δήλωσε ο δεύτερος, πριν φύγουν αναζητώντας κι άλλους μονόφθαλμους.

Ο Λούθιεν χαμήλωσε το κεφάλι του κάτω από τον μανδύα. Αποφάσισε ότι θα είναι καλύτερα να συνεχίσει να μην ανακατεύεται στη μάχη.

13

Αποδείξεις και σφάλματα

Η επιστροφή τους στο Κάερ Μακντόναλντ έγινε δεκτή με κραυγές εκδίκησης και θριαμβευτικά σαλπίσματα από τα τείχη της πόλης. Τα νέα για τη νίκη τους είχαν προηγηθεί, μαζί με ψίθουρους ότι στη μάχη είχε αιχμαλωτιστεί ένας από τους μάγους-δούκες του Άβον.

Ο Λούθιεν και ο Όλιβερ ήταν συνέχεια δίπλα στον Ρέσμορ με τα σπαθιά τους έτοιμα. Ο δούκας δεν είχε πει λέξη κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, πέρα από μια σειρά απειλές που εξαπέλυσε μιλώντας συχνά για τον Γκρινσπάροου, σαν να περίμενε ότι ακούγοντας εκείνο το όνομα θα τους έπιανε τρεμούλα. Παρ’ ότι τον είχαν καλά δεμένο και τον περισσότερο καιρό φιμωμένο, ο Λούθιεν κρατούσε τον Τυφλωτή επικίνδυνα κοντά στον λαιμό του. Είχε πείρα με μάγους-δούκες, περισσότερη από όση θα ήθελε, έτσι δεν ήταν διατεθειμένος να ρισκάρει. Δεν είχε καμιά διάθεση να αντιμετωπίσει πάλι τον Α’ τα’ αρέφι ή οποιονδήποτε άλλον δαίμονα, ούτε θα άφηνε να του ξεφύγει ο Ρέσμορ, η απόδειξή τους ότι ο Γκρινσπάροου παραβίασε τη συνθήκη.