Выбрать главу

Άνδρες, γυναίκες και πολλά, πολλά παιδιά ήταν παραταγμένοι στους δρόμους της πόλης, όταν μπήκε στο Κάερ Μακντόναλντ η νικηφόρα πομπή. Μπροστά πήγαιναν η Σιόμπαν με τον Σάγκλιν, οι Κάτερς πίσω από την αρχηγό τους και είκοσι νάνοι να ακολουθούν τον Σάγκλιν. Στη μέση αυτής της ισχυρής δύναμης ήταν ο Λούθιεν, ο Όλιβερ και ο πολύτιμος αιχμάλωτός τους. Από πίσω ακολουθούσαν άλλοι είκοσι νάνοι, που φρουρούσαν καμιά δεκαριά κουρελιασμένους Κυκλωπιανούς αιχμαλώτους. Οι νάνοι ήθελαν να εξοντώσουν όλους τους μονόφθαλμους που έπιασαν στα βουνά, αλλά ο Λούθιεν και η Σιόμπαν τους έπεισαν ότι οι αιχμάλωτοι θα έπαιζαν τώρα κρίσιμο πολιτικό ρόλο. Οι υπόλοιποι νάνοι, μαζί με άλλη μια ντουζίνα Κυκλωπιανών αιχμαλώτων, επέστρεφαν στο μεταξύ στο Νταν Ντάροου για να ενημερώσουν τον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο για τη νίκη.

Οι ζητωκραυγές συνόδευαν την πομπή σε όλο τον κεντρικό δρόμο του Κάερ Μακντόναλντ. Πολλοί πετούσαν ασημένια νομίσματα ή πρόσφεραν καλό κρασί και μπίρα, ή πιάτα γεμάτα φαγητό.

Ο Όλιβερ απολάμβανε τις επευφημίες, μάλιστα σε κάποιο σημείο στάθηκε όρθιος πάνω στα καπούλια του Θρεντμπέαρ και έκανε μια βαθιά υπόκλιση στον κόσμο βγάζοντας το καπέλο του με μια επιδεικτική κίνηση. Ο Λούθιεν προσπαθούσε να παραμείνει σοβαρός, αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει ένα χαμόγελο. Στην αρχή της πομπής, η Σιόμπαν και ο Σάγκλιν δεν έδιναν σημασία στο πλήθος. Αυτοί οι δύο ήταν η προσωποποίηση των δεινών που υπέφεραν οι φυλές τους στα χέρια του Γκρινσπάροου. Οι νάνοι, έχοντας υποδουλωθεί, δούλευαν σαν τεχνίτες για τις τάξεις των αριστοκρατών και των εμπόρων, μέχρι να πάψουν να είναι χρήσιμοι ή να δώσουν στους αφέντες τους κάποια δικαιολογία για να τους καταδικάσουν σε καταναγκαστικά έργα στα ορυχεία. Και τα ξωτικά δεν είχαν ζήσει καλύτερα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Τα ξωτικά δεν ήταν πολλά στη Θάλασσα του Άβον —τα περισσότερα είχαν φύγει από τα νησιά για άγνωστα μέρη, πολλά χρόνια πριν την επικράτηση του Γκρινσπάροου— αλλά εκείνα που πιάστηκαν δόθηκαν σε πλούσιους σαν υπηρέτες και παλλακίδες. Η Σιόμπαν, που δεν ήταν καθαρόαιμο ξωτικό, βρισκόταν στο κατώτερο σκαλοπάτι της φυλετικής ιεραρχίας του Γκρινσπάροου και είχε περάσει πολλά χρόνια σαν υπηρέτρια ενός τυραννικού εμπόρου, που την έδερνε και τη βίαζε κατά βούληση.

Έτσι αυτοί οι δύο δεν χαμογελούσαν, ούτε γιόρταζαν. Ο Λούθιεν ένιωθε ότι η νίκη ήρθε όταν ελευθερώθηκε το Εριαντόρ. Για τον Σάγκλιν όμως και την Σιόμπαν νίκη σήμαινε να δουν το κεφάλι του Γκρινσπάροου καρφωμένο σε πάσσαλο.

Τίποτα λιγότερο.

Ο Μπριντ’Αμούρ τους υποδέχτηκε στην πλατεία της Μητρόπολης. Με αποφασιστικές δρασκελιές πέρασε δίπλα από την Σιόμπαν και τον Σάγκλιν, κάνοντάς τους νόημα ότι θα ακούσει αργότερα τις αφηγήσεις τους. Με το βλέμμα καρφωμένο στον αιχμάλωτο, σταμάτησε όταν βρέθηκε μπροστά του.

Σήκωσε το χέρι και του έβγαλε το φίμωτρο.

«Είναι μάγος», τον προειδοποίησε ο Λούθιεν.

«Τον λένε Ρέσμορ», πρόσθεσε ο Όλιβερ.

«Είσαι ένας από τους δούκες του Γκρινσπάροου;» τον ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Ρέσμορ ξεφύσηζε αγανακτισμένος σηκώνοντας ψηλά το χοντρό κεφάλι του.

«Φορούσε αυτό», συνέχισε ο Όλιβερ, καθώς έδινε το ακριβό καπέλο στον βασιλιά. «Δεν μου ήταν πολύ δύσκολο να του το πάρω».

Ο Λούθιεν τον κοίταξε ενοχλημένος, αλλά ο Όλιβερ έκανε ότι δεν τον βλέπει κρατώντας το βλέμμα του καρφωμένο στον βασιλιά.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού πήρε το καπέλο, το περιέστρεψε στα χέρια του κοιτάζοντας τον θυρεό: ένα ακρόπλωρο πλοίου που απεικόνιζε ορθωμένο άλογο με αγριεμένα μάτια και τεντωμένα ρουθούνια. «Νιουκάστλ», είπε ήρεμα ο βασιλιάς. «Είσαι ο Ρέσμορ, δούκας του Νιουκάστλ».

«Φίλος του Γκρινσπάροου, που είναι βασιλιάς όλης της Θάλασσας του Άβον!» απάντησε ταραγμένος ο Ρέσμορ.

«Και βασιλιάς της Γασκόνης σίγουρα», πρόσθεσε σαρκαστικά ο Όλιβερ.

«Άλλα λέει η συνθήκη», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ χαμογελώντας με την γκάφα του δούκα. «Η συμφωνία μας δηλώνει ότι ο Γκρινσπάροου είναι βασιλιάς του Άβον και ο Μπριντ’Αμούρ βασιλιάς του Εριαντόρ. Ή σκοπεύεις να δηλώσεις επίσημα ότι θεωρείς τη συνθήκη άκυρη;»

Ο Ρέσμορ άρχισε να ιδρώνει καθώς συνειδητοποιούσε το σφάλμα του. «Ήθελα να πω…» τραύλισε, αλλά μετά σταμάτησε. Αφού πήρε μια βαθιά ανάσα για να συνέλθει, σήκωσε πάλι περήφανα το κεφάλι. «Δεν έχετε δικαίωμα να με κρατάτε!» δήλωσε.