Выбрать главу

Ο Λούθιεν χαμογέλασε, μολονότι δεν ήταν σίγουρος ότι ο Μπριντ’Αμούρ έλεγε αλήθεια. Δεν έβρισκε καμία άλλη εξήγηση όμως, έτσι δεν επέμεινε. Αν υπήρχε κάτι ύποπτο από άποψη μαγείας, αυτό ήταν θέμα που θα έπρεπε να το αντιμετωπίσει ο Μπριντ’Αμούρ κι όχι ο ίδιος.

«Ελάτε», είπε ο βασιλιάς στρίβοντας σε έναν πλαϊνό διάδρομο. «Βρήκαμε τη σύνδεση ανάμεσα στον Γκρινσπάροου και τους Κυκλωπιανούς, οπότε η συνθήκη μας με το Άβον μπορεί να θεωρηθεί άκυρη. Ας συντάξουμε την ανακωχή με τον βασιλιά Άσμουντ της Ισενλανδίας κι ας αρχίσουμε να κάνουμε τα σχέδιά μας».

«Θα κηρύξουμε πόλεμο στον Γκρινσπάροου;» ρώτησε απερίφραστα ο Λούθιεν.

«Δεν ξέρω ακόμη», απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Πρέπει να μιλήσω με τους αιχμαλώτους και με τον πρέσβη της Γασκόνης. Πρέπει να γίνουν πολλά πριν φθάσουμε σε οριστικές αποφάσεις».

Ήταν φυσικό να είναι τόσο προσεκτικός ο Μπριντ’Αμούρ, αλλά ο Λούθιεν πίστευε τώρα ότι δεν θα αναγκαστεί να πολεμήσει με τον αδελφό του. Η προδοσία του Γκρινσπάροου είχε αποκαλυφθεί πλήρως, ο Ρέσμορ ήταν η απόδειξη που τους χρειαζόταν. Φαντάστηκε τον εαυτό του να φτάνει στο Καρλάιλ με τον στόλο του Εριαντόρ και τα πλοία των Χιούγκοθ δίπλα του.

Μια πολύ ευχάριστη προοπτική.

Ο Μπριντ’Αμούρ μπήκε στο μισοσκότεινο δωμάτιο με επισημότητα φορώντας τον μακρύ γαλάζιο χιτώνα του μάγου. Κεριά ήταν αναμμένα σε καντηλέρια στις τέσσερις γωνίες του δωματίου. Στο κέντρο υπήρχε ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι και ένα σκαμνί.

Αφού κάθισε στο σκαμνί, με τρεμάμενα χέρια τράβηξε το πανί αποκαλύπτοντας το μοναδικό αντικείμενο που υπήρχε πάνω στο τραπέζι, την κρυστάλλινη σφαίρα του. Γεμάτος ταραχή κι ένταση, άρχισε τον ψαλμό. Ο Μπριντ’Αμούρ δεν πίστευε ότι ο Γκρινσπάροου είχε εξαπολύσει τον κεραυνό για να χτυπήσει τον Λούθιεν και κατά λάθος πέτυχε τον δαίμονα του Ρέσμορ. Αν απέκλειε κανείς αυτή την περίπτωση, υπήρχε μόνο μία εξήγηση για την απίστευτη ιστορία του Λούθιεν: ένας από τους συντρόφους του από την αρχαία αδελφότητα των μάγων είχε ξυπνήσει και τους βοηθούσε. Πώς αλλιώς θα μπορούσε να εξηγηθεί ο κεραυνός;

Αφού έπεσε σε ύπνωση, έστειλε την όρασή του μέσα στη σφαίρα κι από εκεί στα βουνά, σε όλο το μήκος και το πλάτος του Εριαντόρ. Τέλος, πέρασε ακόμη και τα σύνορα του χρόνου.

«Μπριντ’Αμούρ;»

Η επίκληση ερχόταν από μακριά, αλλά ήταν επίμονη.

«Μπριντ’Αμούρ;»

«Σερεντί, εσύ είσαι;» ρώτησε ο γέρο-μάγος, πιστεύοντας ότι είχε βρει επιτέλους έναν από τους συντρόφους του, έναν εύθυμο τύπο που ήταν από τους στενότερους φίλους του.

«Όχι, είμαι ο Λούθιεν», ήρθε η μακρινή απάντηση.

Ο Μπριντ’Αμούρ έψαξε στη μνήμη του προσπαθώντας να θυμηθεί ποιος μάγος είχε αυτό το γνωστό όνομα. Αισθάνθηκε ένα άγγιγμα στον ώμο του, και μετά κάποιος τον έπιασε και τον κούνησε.

Ο Μπριντ’Αμούρ, βγαίνοντας από την ύπνωση, είδε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό του στη Μητρόπολη, με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ να στέκονται δίπλα του. Χασμουρήθηκε και τεντώθηκε τελείως εξουθενωμένος από τη νυχτερινή δουλειά του.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε.

«Ο κόκορας λάλησε», του απάντησε ο Όλιβερ, «έφαγε το πρωινό του, τακτοποίησε μερικές κότες και τώρα μάλλον ετοιμάζεται για τον απογευματινό του ύπνο!»

«Αναρωτιόμασταν πού ήσουν», εξήγησε ο Λούθιεν.

«Λοιπόν, πού ήσουν;» ρώτησε ο Όλιβερ.

Ο Μπριντ’Αμούρ ξεφύσηξε με τη διεισδυτική ερώτηση του χάφλινγκ. Φυσικά ήταν σε αυτό το δωμάτιο όλη τη νύχτα και τη μισή υπόλοιπη μέρα, φαινομενικά, αλλά στην πραγματικότητα είχε επισκεφθεί πολλά μέρη. Συνοφρυώθηκε καθώς ξαναθυμήθηκε τώρα αυτά τα ταξίδια. Το τελευταίο, στο νησί του Ντάλσεν-Μπέρα, το κεντρικό από τους Πέντε Φύλακες, τον βασάνιζε ακόμη. Η εικόνα που του είχε δείξει η κρυστάλλινη σφαίρα ήταν από το παρελθόν, αλλά δεν ήξερε πόσο παλιά είναι. Είδε Κυκλωπιανούς να σκαρφαλώνουν στους πετρώδεις λόφους του νησιού. Μετά είδε τον οδηγό τους, έναν άνθρωπο που τον αναγνώρισε παρ’ ότι στη σφαίρα δεν ήταν τόσο χοντρός ούτε είχε τόσο μεγάλα προγούλια όπως σήμερα — έναν άνθρωπο που ο Μπριντ’Αμούρ κρατούσε τώρα αιχμάλωτο στα μπουντρούμια της Μητρόπολης!

Στο όραμα ο Ρέσμορ κρατούσε ένα ασυνήθιστο αντικείμενο, ένα διχαλωτό κλαδί. Πολλοί χρησιμοποιούσαν τέτοια κλαδιά στα πιο μακρινά χωριά της Θάλασσας του Άβον και σε όλο το Μπαράντουιν για να βρουν νερό. Συνήθως ένα ραβδί αυτού του είδους προϋποθέτει μια πολύ κατώτερη μορφή μαγείας, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το ραβδί του Ρέσμορ είχε ισχυρή μαγική δύναμη. Με την καθοδήγηση του ραβδιού, ο Ρέσμορ και οι μονόφθαλμοι φίλοι του βρήκαν ένα κρυφό φαράγγι, όπου υπήρχε η σφραγισμένη είσοδος μιας σπηλιάς. Η προσπάθειά τους να την παραβιάσουν, ενεργοποίησε μαγικούς μηχανισμούς που προκάλεσαν εκρήξεις σκοτώνοντας πολλούς Κυκλωπιανούς, όμως υπήρχαν αρκετοί μονόφθαλμοι για να πετύχουν τον σκοπό τους. Γρήγορα η σπηλιά άνοιξε και οι Κυκλωπιανοί όρμησαν μέσα. Μετά από λίγο γύρισαν στον Ρέσμορ, που περίμενε έξω, σέρνοντας πίσω τους ένα άκαμπτο σώμα. Ήταν ο Ντιπάρτ, ο καλός Ντιπάρτ, άλλος ένας πολύ στενός φίλος του Μπριντ’Αμούρ που τον είχε βοηθήσει στην κατασκευή της Μητρόπολης και είχε διδάξει σε πολλούς Εριαντοριανούς ψαράδες τις συνήθειες των φαλαινών.