Выбрать главу

Μετά όμως ακολούθησε ένα δεύτερο σμήνος φλεγόμενων βελών από απόσταση μόλις δέκα μέτρων — πάνω από τα μισά καρφώθηκαν στο πανί. Ο Σάμους, που δούλευε ακόμη για να επιδιορθώσει τα μικροπροβλήματα από το πρώτο μπαράζ, δέχτηκε ένα βέλος στην πλάτη, ακριβώς κάτω από την ωμοπλάτη. Καθώς παραπατούσε, ένας από τους συντρόφους του έτρεξε κι άρχισε να χτυπάει τις φλόγες στην πλάτη του προσπαθώντας να τις σβήσει.

Αλλά οι φλόγες ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα του Σάμους Μακ Κονρόι. Έφτασε στο τιμόνι, σχεδόν έπεσε πάνω του κοιτώντας τον σκυθρωπό Άραν Τουμς από κοντά.

«Νομίζω ότι με βρήκε στην καρδιά», είπε ο Σάμους με φανερή έκπληξη και μετά πέθανε.

Ο Άραν τον απόθεσε στο κατάστρωμα. Αφού κοίταξε πίσω του μόνο μια φορά, είδε τα πανιά του Σκίπερ να έχουν αρπάξει φωτιά και το πλοίο των Χιούγκοθ, έχοντας ήδη ολοκληρώσει τη στροφή του, να πλησιάζει τώρα γοργά με τα κουπιά να αναταράζουν τα νερά δεξιά κι αριστερά του.

Έριξε πάλι μια ματιά στον Σάμους τον καημένο τον Σάμους, και την επόμενη στιγμή εκτοξεύτηκε κάμποσα μέτρα μακριά, καθώς το έμβολο έσπαζε το πηδάλιο του Σκίπερ και του άνοιγε την καρίνα.

Λίγο αργότερα —είχε την αίσθηση ότι πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα μόνο— σχεδόν αναίσθητος ο Άραν Τουμς αισθάνθηκε να τον σέρνουν στο κατάστρωμα και να τον κουβαλάνε στο πλοίο των Χιούγκοθ. Καταφέρνοντας να ανοίξει τα μάτια του, πρόλαβε να δει το Σκίπερ με την πλώρη ψηλά στον αέρα και την πρύμνη ήδη κάτω από την επιφάνεια να χάνεται αθόρυβα κάτω από τα κύματα παίρνοντας μαζί του τα πτώματα του Σάμους και του Γκρίζι Σολάρνι, ενός γέρο-θαλασσόλυκου που ταξίδευε με τον Άραν είκοσι χρόνια τώρα.

Αφού έδιωξε από τον νου του αυτό το τρομερό θέαμα, συγκεντρώθηκε στη δική του κατάσταση. Άκουσε Χιούγκοθ να φωνάζουν ζητώντας τον θάνατό του και τον θάνατο των πέντε άλλων μελών του πληρώματος, που είχαν απομείνει.

Μετά όμως ακούστηκε μια άλλη φωνή, όχι τόσο τραχιά και βαριά, που σιγά-σιγά καλμάρησε τους Χιούγκοθ.

«Αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι από το Άβον», είπε, «είναι από το Εριαντόρ. Καλή και γερή ράτσα, πολύ ικανοί για να τους σκοτώσουμε».

«Στα κουπιά τότε!» φώναξε ένας Χιούγκοθ, κι αμέσως άρχισαν να φωνάζουν το ίδιο επίσης όλοι οι άλλοι.

Καθώς τον σήκωναν από το κατάστρωμα, ο Άραν πρόλαβε να δει τον άνθρωπο που τους είχε σώσει. Δεν ήταν μικρόσωμος, αλλά σίγουρα δεν είχε σωματική διάπλαση γίγαντα όπως οι Χιούγκοθ. Έδειχνε δυνατός, ικανός και είχε εντυπωσιακά καστανά μάτια.

Αυτός ο άνθρωπος ήταν Εριαντοριανός!

Ο Άραν ήθελε κάτι να πει, αλλά δεν είχε ούτε το κουράγιο ούτε την ευκαιρία.

Ούτε και τη διαύγεια, επίσης. Αυτή η επέμβαση τους είχε σώσει τη ζωή, όμως ο Άραν Τουμς είχε ακούσει πολλές ιστορίες φρίκης για τη ζωή των σκλάβων στις γαλέρες των Χιούγκοθ. Δεν ήξερε αν έπρεπε να ευχαριστήσει τον συμπατριώτη του ή να τον φτύσει κατάμουτρα.

2

Διπλωματία

«Όλιβερ, σήκω επιτέλους!» ακούστηκε μια φωνή την οποία ακολούθησαν δυνατά χτυπήματα. «Ξύπνα, λοιπόν, κοντέ ταραξία!»

Η Σιόμπαν χτύπησε πάλι την κλειστή πόρτα με την παλάμη της και μετά έσφιξε εκνευρισμένη τις γροθιές της μισογρυλλίζοντας-μισοουρλιάζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσε: «Γιατί δεν πήγαινες με τον Λούθιεν, τότε;» Η λεπτή και όμορφη μισοξωτική χτύπησε ξανά, πριν γυρίσει κι ακουμπήσει με την πλάτη στην πόρτα. Παραμερίζοντας τα μακριά ξανθά μαλλιά από το πρόσωπό της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Κόντευε μεσημέρι κιόλας. Η Σιόμπαν είχε ξυπνήσει εδώ και ώρες. Έκανε μπάνιο, έφαγε πρωινό, φρόντισε κάποια πράγματα στην αίθουσα ακροάσεων, συζήτησε τη στρατηγική τους με τον βασιλιά Μπριντ’Αμούρ και μετά είχε επιπλέον μια μυστική συνάντηση με τον νάνο Σάγκλιν, για να συζητήσουν ποια απρόσμενα εμπόδια θα μπορούσαν να υπάρξουν.

Και ο Όλιβερ, που είχε παραμείνει στο Κάερ Μακντόναλντ για να βοηθήσει την Σιόμπαν σε όλες αυτές τις ετοιμασίες, δεν είχε σηκωθεί ακόμη από το πουπουλένιο κρεβάτι του!

«Δεν γίνεται αλλιώς», μουρμούρισε κουνώντας το κεφάλι καθώς συνειδητοποιούσε ότι, μετά από μερικές μόνο μέρες με τον Όλιβερ, είχε αρχίσει να μιλάει κάθε τόσο μόνη της. Γύρισε προς την πόρτα κι έπεσε στο ένα γόνατο βγάζοντας ταυτόχρονα κάποιο λεπτό διαρρηκτικό εργαλείο και ένα επίπεδο κομμάτι μέταλλο. Η Σιόμπαν ανήκε στους Κάτερς, μια συμμορία από ξωτικά και μισοξωτικά που έκλεβαν τους πλούσιους εμπόρους του Κάερ Μακντόναλντ όταν η πόλη βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του δούκα Μόρκνεϊ. Συχνά καυχιόταν ότι καμία κλειδαριά δεν μπορεί να της αντισταθεί και το αποδείκνυε για μία ακόμη φορά δουλεύοντας το διαρρηκτικό εργαλείο μέχρι που άκουσε την κλειδαριά του Όλιβερ να ανοίγει.