Выбрать главу

«Έπρεπε να με βλέπατε τότε!» είπε ξαφνικά ο μάγος, με το πρόσωπό του να λάμπει από τη δύναμη της χαμένης νιότης του. «Οι δυνάμεις μου ήταν πολύ μεγαλύτερες! Μπορούσα να ασκήσω τη μαγική τέχνη όλη μέρα, να κοιμηθώ καλά τη νύχτα και να τη μεταχειριστώ ξανά το επόμενο πρωί». Τα γερασμένα χαρακτηριστικά του σκοτείνιασαν. «Τώρα όμως δεν είμαι τόσο δυνατός. Ο Γκρινσπάροου και οι σύντροφοί του αντλούν το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών τους από τους δαίμονες, μια πηγή που δεν μπορώ και δεν θέλω να χρησιμοποιήσω».

«Νίκησες όμως τον δούκα Πάραγκορ», έσπευσε αμέσως να του υπενθυμίσει ο Λούθιεν.

Ο Μπριντ’Αμούρ ξεφύσηξε περιφρονητικά, αλλά ταυτόχρονα χαμογέλασε. «Είναι αλήθεια», παραδέχτηκε. «Επίσης ο Μόρκνεϊ είναι νεκρός, ενώ ο δούκας Ρέσμορ, τώρα που δεν έχει τον δαίμονά του, δεν είναι παρά ένας ασήμαντος μάγος που δεν μπορεί να μας απειλήσει». Κοίταξε πάλι τον Λούθιεν σκυθρωπός. «Αλλά αυτοί δεν είναι παρά βοηθοί του Γκρινσπάροου, που ανήκε στην αρχαία αδελφότητα. Αυτοί οι δούκες, μαζί με την δούκισσα του Μάνινγκτον, είναι θνητοί, δεν ανήκαν στην αδελφότητα. Ασήμαντα πιόνια που παίρνουν την ισχύ τους από τον Γκρινσπάροου».

Ο Λούθιεν είδε ότι ο φίλος του χρειαζόταν δύναμη εκείνη τη στιγμή. «Όταν σκοτώσουμε τον Γκρινσπάροου», δήλωσε, «εσύ, ο Μπριντ’Αμούρ, ο βασιλιάς του Εριαντόρ, θα είσαι ο ισχυρότερος μάγος στον κόσμο».

Ο Όλιβερ χειροκρότησε, αλλά ο Μπριντ’Αμούρ είπε μόνο με σιγανή φωνή: «Κάτι που δεν θέλησα ποτέ».

«Αφήστε μας», είπε ο Μπριντ’Αμούρ μπαίνοντας στο μπουντρούμι κάτω από τη Μητρόπολη. Το μικρό δωμάτιο, γεμάτο καπνό, φωτιζόταν μόνο από έναν δαυλό που έκαιγε στον τοίχο δίπλα στην πόρτα.

Τα δυο ξωτικά που φρουρούσαν τον αιχμάλωτο κοιτάχτηκαν ανήσυχα παρατηρώντας μετά τον Ρέσμορ, δεν μπορούσαν όμως να παρακούσουν τον βασιλιά. Κάνοντας μια μικρή υπόκλιση βγήκαν έξω αλλά, αντί να φύγουν, πήραν θέσεις δίπλα στη μικρή πόρτα του κελιού.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκλεισε την πόρτα ατενίζοντας τον Ρέσμορ. Ο δούκας ήταν καθισμένος κάτω, στη μέση του κελιού, με τα χέρια δεμένα πίσω από την πλάτη του και πιασμένα με αλυσίδα στους αστραγάλους. Το στόμα και τα μάτια του ήταν δεμένα κι αυτά.

Ο Μπριντ’Αμούρ χτύπησε τα χέρια του και οι αλυσίδες έπεσαν από τους καρπούς του Ρέσμορ. Εκείνος σήκωσε τα χέρια κι έβγαλε πρώτα το πανί από τα μάτια του και μετά το φίμωτρο, ενώ ταυτόχρονα τέντωνε τα μουδιασμένα πόδια του.

«Απαιτώ καλύτερη μεταχείριση!» γρύλλισε.

Ο Μπριντ’Αμούρ έκανε έναν κύκλο μέσα στο δωμάτιο μουρμουρίζοντας κάτι ακατάληπτο, ενώ έριχνε μια γραμμή από κίτρινη σκόνη στη βάση του τοίχου.

Ο Ρέσμορ του φώναξε κάμποσες φορές, βλέποντας όμως ότι ο βασιλιάς δεν του απαντά, σταμάτησε και τον παρακολουθούσε με περιέργεια.

Ο Μπριντ’Αμούρ, αφού έφτιαξε με τη γραμμή της σκόνης έναν κύκλο που έπιανε όλο το δωμάτιο, μετά γύρισε για να κοιτάξει τον δούκα.

«Ποιος εξόντωσε τον δαίμονά σου;» τον ρώτησε.

Ο Ρέσμορ άρχισε να τραυλίζει ψάχνοντας μια απάντηση. Είχε βγάλει το ίδιο συμπέρασμα με τον Λούθιεν και τον Όλιβερ, ότι αυτό ήταν έργο του Μπριντ’Αμούρ.

«Αν ο Α’ τα’ αρέφι…» άρχισε να λέει ο Μπριντ’Αμούρ.

«Ένας μάγος θα ’πρεπε να προσέχει περισσότερο όταν προφέρει αυτό το όνομα!» τον έκοψε ο Ρέσμορ.

Ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε αργά το κεφάλι. «Όχι εδώ μέσα», είπε κοιτάζοντας τη γραμμή της κίτρινης σκόνης. «Ο δαίμονάς σου, αν υπάρχει ακόμη, δεν μπορεί να ακούσει την κλήση σου. Δεν μπορείς καν να βγεις από το δωμάτιο, ούτε εσύ ούτε η μαγεία σου».

Ο Ρέσμορ έριξε πίσω το κεφάλι αρχίζοντας να γελάει ασυγκράτητα, σαν να τον κορόιδευε. Σηκώθηκε όρθιος με δυσκολία μα κόντεψε να ξαναπέσει, γιατί τα πόδια του ήταν ακόμη μουδιασμένα. «Θα ’πρεπε να φέρεσαι με περισσότερο σεβασμό στους ίσους σου, εσύ που διεκδικείς τον θρόνο αυτής της ξεχασμένης χώρας».

«Κι εσύ θα ’πρεπε να προσέχεις πώς μιλάς», τον προειδοποίησε ο Μπριντ’Αμούρ, «γιατί θα σου κόψω τη γλώσσα».

«Πώς τολμάς!»

«Σιωπή!» βρυχήθηκε ο γέρο-μάγος, με όλη του την ισχύ να διοχετεύεται μέσα στη φωνή του. Τα μάτια του Ρέσμορ άνοιξαν διάπλατα κι έκανε πίσω ένα βήμα. «Δεν είσαι ίσος μου!» συνέχισε ο Μπριντ’Αμούρ. «Εσύ και οι φίλοι σου, λακέδες του Γκρινσπάροου όλοι, δεν είστε παρά μια σκιά της δύναμης που είχε η αδελφότητα».

«Εγώ…»

«Πολέμησε μαζί μου!» τον διέταξε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Ρέσμορ ξεφύσηξε περιφρονητικά, αλλά σταμάτησε καθώς είδε τον Μπριντ’Αμούρ να αρχίζει ένα ξόρκι ψέλνοντας δυνατά. Ο Ρέσμορ άρχισε κι αυτός ένα δικό του ξόρκι. Απλώνοντας το χέρι προς τον δαυλό, τράβηξε μια φλόγα για να την εκτοξεύσει στον αντίπαλό του.

Η φλόγα, αφού αποσπάστηκε από τον δαυλό υπακούοντας στη μαγεία του Ρέσμορ, δυνάμωσε φτάνοντας μπροστά στον Μπριντ’Αμούρ. Ο δούκας έκανε μια στράκα με τα δάχτυλά του ολοκληρώνοντας το ξόρκι και στέλνοντας ένα τελευταίο κύμα ενέργειας, που θα έπρεπε να κάνει τη μικρή φλόγα να γίνει πύρινη μπάλα. Οι ελπίδες του όμως έσβησαν αμέσως, όταν η φλόγα έπεσε στο έδαφος και επιμηκύνθηκε παρακούοντας τις εντολές του.