Выбрать главу

Ο Μπριντ’Αμούρ συνέχιζε το ξόρκι του διοχετεύοντας τη μαγεία του στη φλόγα. Πήρε τον έλεγχό της από τον Ρέσμορ, τη δυνάμωσε και τη μεταμόρφωσε. Η φλόγα πήρε βαθμιαία τη μορφή λιονταριού, έγινε ένα πύρινο ζώο με φλόγινα μάτια και χαίτη από φωτιά.

Ο Ρέσμορ χλόμιασε κάνοντας άλλο ένα βήμα πίσω, μετά γύρισε για να τρέξει προς την πόρτα, αλλά έπεσε πάνω σε ένα μαγικό τείχος συμπαγές σαν πέτρα και οπισθοχώρησε παραπατώντας στη μέση του κελιού. Εκεί, ξαναβρίσκοντας την ψυχραιμία του, γύρισε προς τον μάγο και το πύρινο ζώο του.

Ο Μπριντ’Αμούρ άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τη φλόγινη χαίτη του λιονταριού.

«Δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση», είπε ο Ρέσμορ.

«Ψευδαίσθηση;» απάντησε ο Μπριντ’Αμούρ. Γύρισε στο λιοντάρι. «Σε αποκάλεσε ψευδαίσθηση», είπε. «Μεγάλη προσβολή. Μπορείς να τον σκοτώσεις».

Τα μάτια του Ρέσμορ άνοιξαν διάπλατα, όταν ο βρυχηθμός του λιονταριού αντήχησε μέσα στο κελί. Το λιοντάρι συσπειρώθηκε —ο Ρέσμορ δεν είχε πουθενά να πάει!— και μετά εκτινάχτηκε προς τον δούκα. Αυτός ούρλιαξε κι έπεσε κάτω σκεπάζοντας το κεφάλι του με τα χέρια και σφαδάζοντας από φόβο.

Αλλά ήταν απροστάτευτος πάνω στο δάπεδο, έτσι όταν τόλμησε επιτέλους να κοιτάξει, είδε τον Μπριντ’Αμούρ να στέκεται ήρεμα στην άκρη του κελιού. Το πύρινο λιοντάρι δεν φαινόταν πουθενά, σαν να μην είχε υπάρξει ποτέ.

«Ψευδαίσθηση…» είπε ο Ρέσμορ. Σε μια μάταια προσπάθεια να ξαναβρεί την αξιοπρέπειά του, σηκώθηκε όρθιος και τινάχτηκε.

«Είμαι κι εγώ ψευδαίσθηση;» ρώτησε ο Μπριντ’Αμούρ.

Ο Ρέσμορ τον κοίταξε με αμφιβολία.

Ξαφνικά ο Μπριντ’Αμούρ κούνησε τα χέρια του, με αποτέλεσμα μια δυνατή ριπή ανέμου να χτυπήσει τον Ρέσμορ τινάζοντάς τον προς τα πίσω πάνω στο μαγικό τείχος. Όταν προσγειώθηκε στα πόδια του παραπατώντας, σήκωσε το κεφάλι για να δει τον Μπριντ’Αμούρ να χτυπά τα χέρια του μεταξύ τους και μετά να τινάζει τις παλάμες του προς το μέρος του. Ένας κεραυνός ενέργειας, χτυπώντας τον στην κοιλιά, τον δίπλωσε στα δύο από τον πόνο.

Ο Μπριντ’Αμούρ βρυχήθηκε και κατέβασε με δύναμη το ένα χέρι του. Η μαγεία του, μια προέκταση της οργής του, έστειλε ένα κύμα ενέργειας που χτύπησε τον σκυμμένο Ρέσμορ στο σβέρκο για να τον ρίξει αμέσως μπρούμυτα στο χώμα.

Έμεινε εκεί ζαλισμένος και ματωμένος, χωρίς να έχει κουράγιο να σηκωθεί. Μετά όμως αισθάνθηκε κάτι —ένα χέρι;— να τον πιάνει από το λαιμό και να τον τραβά προς τα πάνω. Αναγκάστηκε να σηκωθεί πάλι, όμως το τράβηγμα συνεχίστηκε ώσπου ξαφνικά βρέθηκε να αιωρείται στον αέρα, με το χέρι να του κόβει την ανάσα.

Κοίταξε με γουρλωμένα μάτια τον αντίπαλό του. Ο Μπριντ’Αμούρ στεκόταν με το ένα χέρι απλωμένο σαν να έσφιγγε τον αέρα.

«Σε είδα», είπε βλοσυρός. «Είδα τι έκανες στον Ντιπάρτ στο νησί του Ντάλσεν-Μπέρα!

Ο Ρέσμορ προσπάθησε να το αρνηθεί, αλλά δεν μπορούσε να πάρει ανάσα για να μιλήσει.

»Σε είδα!» φώναξε ο Μπριντ’Αμούρ σφίγγοντας πιο δυνατά.

Ο Ρέσμορ τινάχτηκε με τον φόβο ότι θα σπάσει ο λαιμός του.

Αλλά ο Μπριντ’Αμούρ έκανε μια πλατιά κίνηση με το χέρι του ανοίγοντας ταυτόχρονα τα δάχτυλα, με αποτέλεσμα ο Ρέσμορ να εκτοξευτεί στην άλλη άκρη του κελιού για να βροντήξει πάλι πάνω στο μαγικό τείχος και να πέσει στα γόνατα αγκομαχώντας, με τη μύτη σπασμένη. Χρειάστηκε αρκετή ώρα για να γυρίσει πάλι προς τον Μπριντ’Αμούρ, κι όταν τα κατάφερε είδε τον γερο-μάγο να στέκεται ήρεμα στη θέση του κρατώντας μια πένα από φτερό και μια σκυτάλη με μια περγαμηνή στερεωμένη πάνω της.

Όταν τα πέταξε στον αέρα, εκείνα πλησίασαν τον Ρέσμορ σαν να κρέμονταν από αόρατες κλωστές.

«Η ομολογία σου», του εξήγησε ο Μπριντ’Αμούρ. «Η παραδοχή σου ότι εσύ, με εντολή του βασιλιά Γκρινσπάροου, παρακίνησες τους Κυκλωπιανούς να κάνουν επιδρομές σε οικισμούς του Εριαντόρ και των νάνων».

Η πένα και η περγαμηνή σταμάτησαν μπροστά στον γονατισμένο δούκα, απομένοντας να αιωρούνται στον αέρα. Ο Ρέσμορ τα κοίταξε, μετά γύρισε στον Μπριντ’Αμούρ.

«Κι αν αρνηθώ να υπογράψω;» τόλμησε να ρωτήσει.

«Τότε θα σε κάνω κομμάτια», απάντησε ήρεμα ο Μπριντ’Αμούρ. «Θα σε γδάρω ζωντανό και θα σου δείξω την καρδιά σου, για να δεις τον τελευταίο της χτύπο». Ο ήρεμος τρόπος του τρόμαξε τον Ρέσμορ.

»Είδα τι έκανες», είπε πάλι ο Μπριντ’Αμούρ, λόγος που ήταν αρκετός για να καταλάβει ο Ρέσμορ ότι αυτός ο τρομερός γέρο-μάγος δεν μπλόφαρε. Πήρε την πένα και την περγαμηνή και υπέγραψε.