Выбрать главу

Ο βασιλιάς πλησίασε και πήρε την ομολογία με τα χέρια του, χωρίς μαγική βοήθεια. Ήθελε να δει ο Ρέσμορ από κοντά τη βλοσυρή του έκφραση, να καταλάβει ότι ο Μπριντ’Αμούρ, έχοντας δει τα εγκλήματά του, δεν πρόκειται να τα ξεχάσει ούτε να τα συγχωρήσει.

Μετά, αφού στράφηκε, βγήκε από το κελί περνώντας από το μαγικό τείχος με μια λέξη.

«Δεν είστε πια απαραίτητοι εδώ», τον άκουσε να λέει ο Ρέσμορ στα ξωτικά. «Ο δούκας Ρέσμορ είναι ένας ακίνδυνος βλάκας».

Η πόρτα του κελιού έκλεισε βροντώντας. Ο μοναδικός δαυλός που έκαιγε στο δωμάτιο, έσβησε ξαφνικά αφήνοντας τον Ρέσμορ μόνο κι απελπισμένο μέσα στο σκοτάδι.

14

Η πριγκίπισσα και το στέμμα της

Η Ντιάνα Μάνινγκτον, καθισμένη μπροστά στον καθρέφτη βούρτσιζε τα μεταξένια μαλλιά της, με τα γαλάζια μάτια της να κοιτάζουν αφηρημένα πέρα από τον χώρο και τον χρόνο. Το στέμμα ήταν στο τραπεζάκι μπροστά της, η σύνδεση με το παρελθόν της, με τα παιδικά της χρόνια και την εποχή που ήταν πριγκίπισσα. Δίπλα στο στέμμα υπήρχε ένα σακουλάκι με μαγική σκόνη. Όταν ήθελε να καλέσει τον δαίμονά της, τον Τακναποτίν, έριχνε μια ποσότητα σε ένα μαγκάλι για να δυναμώσει τις φλόγες και να ανοίξει τις πύλες της Κόλασης.

Ήταν παιδί ακόμη όταν το σακουλάκι έγινε πιο σημαντικό γι’ αυτήν από το στέμμα, όταν η σχέση της με τον Γκρινσπάροου έγινε πιο στενή από τη σχέση της με τον ίδιο τον πατέρα της, τον βασιλιά του Άβον. Τον Γκρινσπάροου, που της έδωσε τις μαγικές της δυνάμεις. Τον Γκρινσπάροου, που της έδωσε τον Τακναποτίν. Τον Γκρινσπάροου, που πήρε τον θρόνο του πατέρα της σώζοντας το βασίλειο μετά το προδοτικό πραξικόπημα που έκανε μια ομάδα αριστοκρατών.

Αυτή την ιστορία είχαν πει στην Ντιάνα Γουέλγουορθ εκείνοι που ήταν πιστοί στον νέο βασιλιά, και αυτή την ιστορία της επανέλαβε ο ίδιος ο Γκρινσπάροου στην πρώτη συνάντησή τους μετά το πραξικόπημα. Της είπε επίσης πόσο τον έθλιβε το γεγονός ότι, τώρα που είχε ανεβεί αυτός στον θρόνο, η Ντιάνα δεν θα ανήκε πια στην βασιλική γραμμή διαδοχής. Ουσιαστικά όμως αυτό δεν είχε σημασία γιατί ο Γκρινσπάροου ήταν μάγος της αρχαίας αδελφότητας, που σημαίνει ότι ζούσε πολύ περισσότερο από τους κοινούς θνητούς. Θα ζούσε σίγουρα περισσότερο από την Ντιάνα, από όλα τα παιδιά της και τα παιδιά των παιδιών της. Αλλά ο νέος βασιλιάς συμπονούσε την ορφανή πριγκίπισσα, γι’ αυτό της παραχωρούσε το Μάνινγκτον, μια σημαντική παραλιακή πόλη στη δυτική ακτή του Άβον. Το Μάνινγκτον θα ήταν το ιδιωτικό της βασίλειο.

Αυτή ήταν η ιστορία που άκουγε η Ντιάνα Γουέλγουορθ από τα παιδικά της χρόνια και για όλη την υπόλοιπη ζωή της μέχρι σήμερα. Αυτή ήταν η ιστορία που της είχε πει ο συμπονετικός Γκρινσπάροου.

Μόνο τώρα, καθώς πλησίαζε στα τριάντα, η Ντιάνα είχε αρχίσει να αμφισβητεί αυτή την εξήγηση, για να καταλήξει σταδιακά να την απορρίψει. Προσπαθούσε πολλές φορές να θυμηθεί εκείνη τη μοιραία νύχτα του πραξικοπήματος, αλλά το μόνο που θυμόταν ήταν μια τρομερή σύγχυση. Ο Τακναποτίν είχε έρθει να την απομακρύνει από το παλάτι μέσα στο σκοτάδι της νύχτας. Και η Ντιάνα άκουσε τα ουρλιαχτά των αδελφών της να σβήνουν πίσω της.

Ο μεγάλος σωτήρας της… ένας δαίμονας.

Γιατί όμως ο Τακναποτίν, ένα πλάσμα με μεγάλες δυνάμεις, δεν έσωσε και τα αδέλφια της; Γιατί ο Τακναποτίν, και πολύ περισσότερο ο Γκρινσπάροου που ήταν ο ισχυρότερος άνθρωπος στον κόσμο, δεν σταμάτησαν απλώς το πραξικόπημα; Οι απαντήσεις του, οι δικαιολογίες του, ήταν απλές μα προφανείς: δεν υπήρχε χρόνος, αιφνιδιαστήκαμε.

Καθώς αυτά τα ερωτήματα οδηγούσαν συχνά την Ντιάνα σε ένα αδιαπέραστο πέπλο μυστηρίου, πέρασαν πολλά χρόνια ώσπου η δούκισσα του Μάνινγκτον να σκεφτεί να θέσει μερικά ακόμη πιο σημαντικά ερωτήματα. Γιατί μόνο αυτή σώθηκε απ’ όλη τη βασιλική οικογένεια; Και, αφού ήταν ζωντανή μετά την εκτέλεση των υποτιθέμενων φονιάδων, γιατί δεν την τοποθέτησαν στον θρόνο του Καρλάιλ ως δικαιωματική βασίλισσα του Άβον; Τα πολλά αναπάντητα ερωτήματα την βασάνιζαν.

Η σκληρή βούρτσα της έγδερνε το κεφάλι, καθώς ένιωθε τη γνωστή πια οργή να φουντώνει μέσα της. Από αρκετά χρόνια η Ντιάνα υποψιαζόταν την προδοσία και αισθανόταν τον ίδιο αυτόν θυμό, αλλά μέχρι πρόσφατα καταπίεζε τούτα τα συναισθήματα. Αν εκείνη τη νύχτα πριν από είκοσι χρόνια είχε συμβεί όντως αυτό που φοβόταν, τότε δεν μπορούσε να δικαιολογήσει εύκολα τον δικό της ρόλο στον φόνο της μητέρας και του πατέρα της, των πέντε αδελφών και της αδελφής της.

«Της μοιάζεις τόσο πολύ», ακούστηκε μια φωνή από την πόρτα.

Η Ντιάνα, κοιτάζοντας στον καθρέφτη, είδε την Σέλνα να μπαίνει στο δωμάτιο κρατώντας το νυχτικό της κυρίας της. Η δούκισσα γύρισε προς το μέρος της.

»Της μητέρας σου», εξήγησε η Σέλνα με ένα αφοπλιστικό χαμόγελο. Αφού πλησίασε, ακούμπησε απαλά το χέρι της στο μάγουλο της Ντιάνα. «Έχεις τα μάτια της, τόσο φωτεινά, τόσο γαλάζια».