Αυτό ήταν σαν μια θρησκευτική τελετουργία για την υπηρέτρια. Τα τελευταία είκοσι χρόνια, μια φορά τη βδομάδα τουλάχιστον, η Σέλνα, η οποία ήταν γκουβερνάντα της την εποχή που κυβερνούσε το Άβον ο πατέρας της, τη χάιδευε στο μάγουλο λέγοντάς της πόσο έμοιαζε στη δολοφονημένη μητέρα της. Κι όλα αυτά τα χρόνια η Ντιάνα χαμογελούσε με τούτη τη φιλοφρόνηση και ζητούσε από την Σέλνα να της μιλήσει για την Μπέτιεν, τη μητέρα της.
Τι φρικτή ειρωνεία της φαινόταν αυτό, τώρα που ήξερε την αλήθεια!
Η Ντιάνα σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε παίρνοντας το νυχτικό της.
«Μη ανησυχείς, αρχόντισσά μου», είπε πίσω της η Σέλνα. «Δεν νομίζω ότι ο βασιλιάς μας θα σε τιμωρήσει για την αδυναμία που έδειξες στο Άιρον Κρος».
Η Ντιάνα γύρισε απότομα προς το μέρος της, κάνοντάς την να αναπηδήσει τρομαγμένη. «Σου το είπε αυτό προσωπικά;» τη ρώτησε.
«Ο βασιλιάς;»
«Φυσικά, ο βασιλιάς», απάντησε η Ντιάνα. «Μίλησες μαζί του μετά την επιστροφή μας στο Μάνινγκτον;»
Η Σέλνα έδειχνε σοκαρισμένη. «Αρχόντισσά μου», διαμαρτυρήθηκε, «γιατί να καταδεχτεί να μιλήσει ο μεγαλειότατος με…»
«Μίλησες μαζί του από τότε που φύγαμε από το Άιρον Κρος;» την έκοψε η Ντιάνα, τονίζοντας τις λέξεις μία-μία ώστε να καταλάβει η Σέλνα τη σημασία αυτής της ερώτησης.
Η υπηρέτρια πήρε μια βαθιά ανάσα υψώνοντας αποφασιστικά το κεφάλι.
Νιώθει ασφαλής γιατί ξέρει ότι έχει την προστασία του Γκρινσπάροου, σκέφτηκε η Ντιάνα. Η δούκισσα συνειδητοποίησε ότι ο θυμός της μπορεί να την είχε οδηγήσει σε γκάφα. Αν η Σέλνα είχε κάποιον άμεσο τρόπο επικοινωνίας με τον Γκρινσπάροου —μπορεί ο βασιλιάς να της είχε δώσει κάποιον κατώτερο δαίμονα σαν αγγελιοφόρο— τότε ο θυμός της Ντιάνα μπορεί γρήγορα να έστρεφε προς το μέρος της την προσοχή του μάγου, κάτι που εκείνη δεν ήθελε με κανέναν τρόπο αυτή την κρίσιμη στιγμή.
»Σου ζητώ συγγνώμη, καλή μου Σέλνα», είπε και, πλησιάζοντας, έβαλε το χέρι της στο μπράτσο της υπηρέτριας. Η Ντιάνα χαμήλωσε τα μάτια με έναν βαθύ αναστεναγμό. «Φοβάμαι μόνο πως είδες την αδυναμία μου, τότε στους Κυκλωπιανούς, κι έπεσα στην εκτίμησή σου».
«Καθόλου, αρχόντισσά μου», απάντησε η υπηρέτρια με όχι πειστικό ύφος.
Η Ντιάνα σήκωσε το κεφάλι και τα γαλάζια μάτια της ήταν βουρκωμένα. Από μικρό παιδί είχε την ικανότητα να δακρύζει όποτε ήθελε. Γι’ αυτό και είχε ονομάσει τα δάκρυα “σταγόνες συμπάθειας”.
«Είναι αργά, αρχόντισσά μου», είπε η Σέλνα. «Πρέπει να κοιμηθείτε».
«Ήταν αδυναμία», παραδέχτηκε η Ντιάνα με έναν μικρό λυγμό. Είδε ότι η Σέλνα είχε τώρα μια έκφραση περιέργειας.
»Δεν το άντεχα», συνέχισε. «Δεν τρέφω καμιά συμπάθεια για τους Εριαντοριανούς, ούτε για τους νάνους φυσικά, αλλά ακόμη και οι νάνοι είναι καλύτεροι από τους απαίσιους μονόφθαλμους, στους οποίους δεν βρίσκω τίποτα θετικό!
Η Σέλνα φάνηκε να ηρεμεί κάπως. Κατάφερε να χαμογελάσει με έναν τρόπο που φάνηκε ειλικρινής στη Ντιάνα.
»Φοβάμαι μόνο ότι ο βασιλιάς και σωτήρας μου θα αμφιβάλλει πια για μένα», είπε η Ντιάνα.
«Καθόλου, αρχόντισσά μου», επέμεινε η Σέλνα.
«Είναι ο μοναδικός άνθρωπος που μου έμεινε, εκτός από σένα φυσικά», συνέχισε η Ντιάνα. «Δεν θα το άντεχα να τον απογοητεύσω, όμως φοβάμαι ότι αυτό ακριβώς έκανα».
«Ήταν μια αποστολή που δεν ταίριαζε στο πριγκιπικό σας ταμπεραμέντο», είπε η Σέλνα.
Πριγκιπικό ταμπεραμέντο… Η Σέλνα χρησιμοποιούσε συχνά αυτή την παράξενη έκφραση. Και η Ντιάνα ήθελε να της βάλει τις φωνές κάθε φορά που την άκουγε. Αν ήταν πριγκίπισσα, μέλος της βασιλικής οικογένειας, γιατί στον θρόνο του Καρλάιλ καθόταν ο Γκρινσπάροου και όχι εκείνη που ήταν η νόμιμη διάδοχος;
Η Ντιάνα έδιωξε τις θυμωμένες σκέψεις από τον νου της. Άφησε τα δάκρυα να κυλήσουν από τα μάτια της και αγκάλιασε την Σέλνα σφίγγοντάς την δυνατά, μέχρι που η υπηρέτρια της είπε ότι είναι ώρα να πέσει για ύπνο.
Όταν έφυγε η Σέλνα από το δωμάτιο, η δούκισσα σκούπισε τα μάτια της. Ήταν αργά και είχε τόσα πολλά να κάνει απόψε! Για μερικές στιγμές κοίταξε το τραπεζάκι μπροστά της, το στέμμα και το σακουλάκι με τη σκόνη συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις της.
Πέρασαν μερικές ώρες. Η Ντιάνα βγήκε στον διάδρομο για να βεβαιωθεί ότι όλοι στα γύρω δωμάτια κοιμούνταν. Μετά γύρισε πάλι στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και, αφού τη σφράγισε με ένα μαγικό ξόρκι, πήγε στην ντουλάπα της απ’ όπου έβγαλε ένα μικρό μπρούντζινο μαγκάλι, από κάποια μυστική κρύπτη που είχε φτιάξει στο δάπεδό της.
Λίγο αργότερα ο Τακναποτίν καθόταν πάνω στο κρεβάτι της.
«Ο Α’ τα’ αρέφι δεν ήταν τόσο τρομερός», είπε ο δαίμονας.