«Η δύναμη της καταιγίδας που σου έστειλα ήταν πολύ μεγάλη», απάντησε ψύχραιμα η Ντιάνα.
«Δεν ήταν τόσο δύσκολο να τη διοχετεύσω εκεί όπου έπρεπε», είπε ο Τακναποτίν. «Κι έτσι ο Α’ τα’ αρέφι δεν υπάρχει πια. Πουφ! Έγινε καπνός».
«Και ο Ρέσμορ βγήκε από τη μέση. Είναι νεκρός, ή βρίσκεται στα μπουντρούμια του Κάερ Μακντόναλντ ή του Νταν Ντάροου».
«Οπότε, είμαστε ένα βήμα πιο κοντά στον θρόνο», είπε ο Τακναποτίν.
Η Ντιάνα είχε μείνει έκπληκτη βλέποντας πόσο εύκολο ήταν αυτό το μέρος του σχεδίου της. Απλώς κρέμασε μπροστά στη μύτη του δαίμονα το “καρότο” του θρόνου του Άβον και ο Τακναποτίν συμφώνησε αμέσως με το σχέδιό της να ανατρέψουν τον Γκρινσπάροου. Αυτή είναι η αδυναμία του κακού, συνειδητοποίησε η Ντιάνα. Όταν κάποιος συμμαχεί με τέτοια διαβολικά πλάσματα, δεν μπορεί ποτέ να τους έχει εμπιστοσύνη.
Η Ντιάνα πήγε στο τραπεζάκι της και πήρε το στέμμα, τον κρίκο που τη συνέδεε με την κληρονομιά της, το μοναδικό αντικείμενο που είχε καταφέρει να διασώσει ο Γκρινσπάροου μετά την ήττα των σφετεριστών, όπως είχε πει ο ίδιος. Το μοναδικό αντικείμενο που της είχε δώσει προσωπικά ο μάγος, ζητώντας να το κρατήσει και να το προσέχει σαν ενθύμιο της δύστυχης οικογένειάς της.
«Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πεθάνει κανένας άλλος», είπε ο Τακναποτίν. «Είσαι σίγουρα πιο κοντά στον θρόνο απ’ όλους, τώρα που βγήκαν από τη μέση ο Πάραγκορ και ο Ρέσμορ».
«Δεν ξέρω. Τι θα γίνει με τον Μακλένι δούκα του Έρνφαστ, στο Μπαράντουιν;» ρώτησε η Ντιάνα. «Είναι άνθρωπος με ικανότητες και γνώσεις». Η δούκισσα γέλασε μέσα της με την ειρωνεία αυτής της δήλωσης.
«Υποψιάζεται τίποτα;»
Η Ντιάνα σήκωσε τους ώμους. «Παρακολουθεί τα πάντα από την άγρια περιοχή του», είπε. «Έτσι όπως είναι μακριά από τη σκηνή των εξελίξεων, μπορεί να κρίνει καλύτερα τους παίχτες».
«Τότε είναι σίγουρα πιο επικίνδυνος απ’ ό,τι νομίζουμε για τα σχέδιά μας», είπε ο δαίμονας.
«Όχι», απάντησε η Ντιάνα. Στράφηκε από τον καθρέφτη κρατώντας στα δυο της χέρια το ντελικάτο στέμμα. «Όχι για τα σχέδιά μας».
Ο Τακναποτίν την κοίταξε με περιέργεια, προσέχοντας ιδιαίτερα τον τρόπο με τον οποίο έσφιγγε το τόσο σημαντικό στέμμα.
Η φωνή της Ντιάνα άλλαξε ξαφνικά, έγινε πολύ πιο μπάσα καθώς άρχισε να ψέλνει: «Όγκα ντέμιονς καλιάτα σίε».
Τα μάτια του Τακναποτίν άστραψαν καθώς ένιωσε το σοκ του ψαλμού, έναν παράφωνο ήχο που πονούσε κάθε πλάσμα της Κόλασης μέχρι τη μαύρη καρδιά του. «Τι κάνεις;» είπε ο δαίμονας, αλλά ήξερε πολύ καλά. Η Ντιάνα έλεγε τον ψαλμό της εξορίας, ένα ισχυρό ξόρκι που θα έδιωχνε τον Τακναποτίν από τον κόσμο για εκατό χρόνια!
Η Ντιάνα συνέχισε τον ψαλμό της γενναία, ενώ ο δαίμονας υψωνόταν ακτινοβολώντας δύναμη, με τα δόντια του να αστράφτουν. Το ξόρκι ήταν ισχυρό αλλά όχι τέλειο. Η Ντιάνα δεν μπορούσε να είναι σίγουρη αν θα έχει αποτέλεσμα, εν μέρει επειδή βαθιά μέσα της υπήρχε ο δισταγμός που θα ένιωθε κάθε μάγος ο οποίος έχει γευτεί όλη αυτή τη δύναμη, δισταγμός που τώρα την έκανε και την ίδια να μην θέλει ως τα κατάβαθα της ψυχής της να απαλλαχτεί από τον δαιμονικό της σύμμαχο. Συνέχισε όμως, κι όταν ο Τακναποτίν κατάφερε να κάνει ένα βήμα προς το μέρος της παλεύοντας και τρέμοντας, η Ντιάνα σήκωσε ψηλά το στέμμα, την κληρονομιά της, το δώρο του Γκρινσπάροου, ένα αντικείμενο που τώρα πίστευε ότι έχει επίσης κάποια άλλη σημασία πέρα από εκείνη την οποία του έδιναν τα πετράδια και οι αναμνήσεις. Χαμογελώντας με σιγουριά, η Ντιάνα λύγισε με μανία το μέταλλο.
Από το στέμμα πετάχτηκε σφυρίζοντας και κροταλίζοντας ένα κύμα μαύρης ενέργειας, που ζάλισε την Ντιάνα διακόπτοντας προσωρινά τον ψαλμό της. Μια ενέργεια όμως που επηρέασε ακόμη περισσότερο τον Τακναποτίν. Αυτό το στέμμα ήταν η πραγματική σύνδεση του δαίμονα με τον κόσμο. Του είχε δώσει μαγικές ιδιότητες ο ίδιος ο Γκρινσπάροου, ο πανίσχυρος μάγος, και το είχε χαρίσει στην Ντιάνα για άλλους λόγους που δεν είχαν καμία σχέση με τη νοσταλγία.
«Δεν μπορείς να το κάνεις αυτό!» γρύλλισε ο Τακναποτίν. «Πετάς την ίδια σου τη δύναμη, την ευκαιρία σου να ανεβείς στον θρόνο!»
«Να κατεβώ στην Κόλαση, μάλλον!» φώναξε η Ντιάνα και, με τη δύναμή της να έχει ανανεωθεί από το αξιολύπητο θέαμα του δαίμονα που σφάδαζε μπροστά της, άρχισε να ψέλνει ξανά προφέροντας κάθε παράφωνη συλλαβή με σφιγμένα δόντια.
Το μόνο που απέμεινε από τον Τακναποτίν ήταν μια μαύρη κηλίδα στο χαλί της.
Η Ντιάνα πέταξε κάτω το λυγισμένο στέμμα και το ποδοπάτησε. Ήταν το σύμβολο της ανοησίας της, η σύνδεσή της με ένα βασίλειο —το δικό της βασίλειο— και με μια οικογένεια που άθελά της είχε καταστρέψει.
Παρ’ ότι μόλις είχε κάνει το μεγαλύτερο μαγικό κατόρθωμα της νεαρής ζωής της, παρ’ ότι ο Τακναποτίν, ο δαίμονας που της έδινε ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της, είχε χαθεί για πάντα, η Ντιάνα Γουέλγουορθ ένιωθε αναζωογονημένη. Αφού πήγε στον καθρέφτη της, πήρε ένα μπουκαλάκι. Υποτίθεται ότι ήταν άρωμα, στην πραγματικότητα όμως το υγρό που περιείχε ήταν μαγεμένο. Ρίχνοντας μια ποσότητα πάνω στον καθρέφτη, κάλεσε τον στενότερο φίλο της.