Όμως τώρα ερχόταν το πιο επικίνδυνο σημείο. Ο Όλιβερ, έχοντας επίσης μεγάλη φήμη διαρρήκτη, συχνά προειδοποιούσε ότι όποιος δοκίμαζε να μπει στο δωμάτιό του θα το μετάνιωνε πικρά. Η Σιόμπαν έσπρωξε την πόρτα αργά, μαλακά, ανοίγοντάς την λιγάκι ώσπου να σχηματιστεί μια χαραμάδα. Πέρασε στο άνοιγμα την επίπεδη μεταλλική λάμα και άρχισε να την γλιστρά γύρω από την περίμετρο της πόρτας, κλείνοντας τα μάτια και αφήνοντας τα ευαίσθητα δάχτυλά της να της δώσουν τις πληροφορίες που ήθελε. Και πραγματικά, στο κέντρο του πάνω μέρους της πόρτας βρήκε ένα εμπόδιο.
Σηκώθηκε στις μύτες χαμογελώντας καθώς κατάλαβε τη φύση της παγίδας. Ήταν μια απλή επίπεδη λάμα σαν τη δική της σφηνωμένη ανάμεσα στην πόρτα και το κούφωμα. Σίγουρα η λάμα στήριζε ένα κοντάρι ή κάποιο άλλο αντικείμενο, που υποβάσταζε με τη σειρά του την άκρη ενός κρεμασμένου κουβά, κατά πάσα πιθανότητα γεμάτου με νερό.
Κρύο νερό — αυτό ταίριαζε στο στυλ του Όλιβερ.
Η Σιόμπαν έσπρωξε λίγο ακόμη την πόρτα με προσοχή, μετά άλλο λίγο, μέχρι που φάνηκε η άκρη της μεταλλικής λάμας του Όλιβερ. Τότε τοποθέτησε και τη δική της μεταλλική λάμα δίπλα της για να μεγαλώσει την επιφάνειά της και, πολύ-πολύ μαλακά, άνοιξε περισσότερο την πόρτα. Τώρα ήταν το πιο δύσκολο. Έπρεπε να γλιστρήσει μέσα στο δωμάτιο συστρέφοντας το σώμα της, κρατώντας την ανάσα της για να αποφύγει το πόμολο. Μόλις που χωρούσε, μάλιστα χρειάστηκε να σπρώξει την πόρτα λίγο ακόμη διακινδυνεύοντας το να φύγουν από τη θέση τους οι μεταλλικές λάμες με αποτέλεσμα να πέσει ο κουβάς —γιατί έβλεπε τώρα ότι όντως υπήρχε ένας μεγάλος κουβάς πάνω από την πόρτα— και να μουσκέψει έτσι το καλό της φόρεμα.
Σταμάτησε για μια στιγμή συλλογιζόμενη αμέσως την κατάσταση, αποφασίζοντας ότι αν η παγίδα του Όλιβερ χαλούσε τα ρούχα της, τα καλύτερα που είχε, θα του έκλεβε το ξίφος που τόσο αγαπούσε, θα το πήγαινε σε έναν φίλο της σιδηρουργό και θα τον έβαζε να του δέσει τη λάμα φιόγκο!
Η πόρτα έτριξε. Η Σιόμπαν, κρατώντας την ανάσα της, με μια αργή περιστροφή έφερε τους γοφούς της μέσα στο δωμάτιο.
Το φόρεμά της πιάστηκε στο πόμολο.
Αυτά τα φορέματα δεν είναι καθόλου πρακτικά, σκέφτηκε με έναν στεναγμό. Χωρίς να διστάσει, έλυσε τα κορδόνια του φορέματος και γλίστρησε από μέσα του αφήνοντάς το πιασμένο στο πόμολο ενώ εκείνη έμπαινε στο δωμάτιο. Μετά το μάζεψε από την πόρτα, την έκλεισε μαλακά και, γυρίζοντας, είδε ένα θέαμα που την έκανε να ανοίξει διάπλατα τα πράσινα μάτια της.
Η πόρτα έβγαλε ένα μικρό κουδούνισμα καθώς έκλεινε, τραβώντας της την προσοχή. Από το εσωτερικό της πόμολο κρεμόταν ο χρυσοκέντητος τελαμώνας με τη θήκη του ξίφους του Όλιβερ στολισμένος με μικροσκοπικά κουδουνάκια από πάνω μέχρι κάτω. Στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά στην είσοδο, ήταν πεταμένη μια πράσινη κάλτσα με μεταξωτή μπορντούρα στην άκρη. Λίγο πιο μέσα είδε ένα ζευγάρι πράσινα γάντια, το ένα πάνω στον χαρακτηριστικό βελούδινο μοβ μανδύα του χάφλινγκ. Μετά τον μανδύα ακολουθούσε ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια άψογα γυαλισμένα. Η σειρά των πεταμένων ρούχων συνεχιζόταν με ένα αμάνικο μπλε γιλέκο, τη δεύτερη κάλτσα και ένα λευκό μεταξωτό πουκάμισο, που κειτόταν τσαλακωμένο μπροστά στη βάση ενός τεράστιου κρεβατιού με βάθρο κι ουρανό. Το πλατύγυρο καπέλο του Όλιβερ, με τη μια πλευρά του ανασηκωμενη κι ένα τεράστιο πορτοκαλί φτερό στο μπορ, κρεμόταν στην κορυφή του γωνιακού στύλου του κρεβατιού. Η Σιόμπαν αναρωτήθηκε πώς κατάφερε ο μικροσκοπικός χάφλινγκ να το ανεβάσει εκεί πάνω, σε δύο μέτρα ύψος.
Συνέχισε να κοιτάζει για λίγο το καπέλο και ιδιαίτερα το φτερό, που κρεμόταν σαν μαραμένο, λες και είχε γλεντήσει κι αυτό πολλές ώρες το προηγούμενο βράδυ.
Η Σιόμπαν αναστέναξε και, διπλώνοντας προσεκτικά το φόρεμα στο χέρι της, πλησίασε αθόρυβα στο κεφάλι του κρεβατιού. Σκέπασε τα μάτια της καγχάζοντας όταν είδε τον χάφλινγκ μπρούμυτα πάνω στο τεράστιο πουπουλένιο πάπλωμα με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα στο πλάι, να κοιμάται καβάλα σε ένα μαξιλάρι μεγαλύτερο από τον ίδιο. Φορούσε το μακρύ του εσώρουχο (από μοβ βελούδο ασορτί με την κάπα), αλλά όχι εκεί που έπρεπε — το είχε τυλιγμένο γύρω από το κεφάλι του. Η Σιόμπαν, αφού ανέβηκε τα πέντε σκαλιά του βάθρου, στάθηκε δίπλα στο κρεβάτι.
Πώς θα μπορούσε να τον ξυπνήσει; αναρωτήθηκε, καγχάζοντας πάλι όταν ο Όλιβερ έβγαλε ένα τρανταχτό ροχαλητό.
Η Σιόμπαν έσκυψε και, πιάνοντας το μεσαίο δάχτυλο με τον αντίχειρα, το τίναξε χτυπώντας τον στον λείο, γυμνό πισινό του.