»Ο πατέρας σου έκανε δυο εξαιρετικούς γιους», του εξήγησε ο γέρο-μάγος. «Κρίμα που δεν υπάρχουν κι άλλοι σαν εσάς». Αφού πέρασε δίπλα στον Λούθιεν χτυπώντας τον παρηγορητικά στον ώμο, έφυγε για να ξεκουραστεί.
Ο Λούθιεν έμεινε στη θέση του παρακολουθώντας το μαγικό τούνελ που είχε αρχίσει να μικραίνει, ώσπου γρήγορα εξαφανίστηκε εντελώς. Του έλειπε κιόλας ο Ίθαν! Τον τελευταίο χρόνο, από τότε που βρέθηκε μαζί με τον Όλιβερ στην απομονωμένη ορεινή σπηλιά του Μπριντ’Αμούρ και μετά στην εξέγερση ενάντια στον δούκα Μόρκνεϊ, που γρήγορα μετατράπηκε σε ανοιχτή επανάσταση ενάντια στο Άβον, οι εξελίξεις ήταν τόσο γρήγορες ώστε δεν είχε προλάβει να σκεφτεί πολύ τον αδελφό του. Όλο αυτό το διάστημα νόμιζε ότι ο Ίθαν ήταν μακριά, στο βασίλειο του Ντουρέ, και πολεμούσε με τον στρατό που είχε δώσει ο Γκρινσπάροου στους Γασκόνους.
Μόνο όταν γύρισε τελικά στην Νταν Βάρνα και είδε τον Γκάχρις ετοιμοθάνατο, βρήκε τον χρόνο να σκεφτεί πάλι το παρελθόν, τον χαμένο αδελφό του και τον εξιλεωμένο πατέρα του.
Τώρα, ξαφνικά ο Ίθαν ξαναγύρισε στη ζωή του Λούθιεν. Τα συναισθήματά του, στροβιλιζόμενα όπως και η γαλάζια ομίχλη του μαγικού τούνελ, έτρεχαν με έναν ρυθμό εξίσου γοργό, αλλά με προορισμό που δεν ήταν καθόλου ξεκάθαρος. Μπορεί ο Ίθαν να είχε βρεθεί, αλλά ο Γκάχρις είχε πεθάνει.
Ο πατέρας του ήταν νεκρός.
Ο Λούθιεν δάγκωσε δυνατά το χείλι του προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυα. Το Εριαντόρ με χρειάζεται, υπενθύμισε στον εαυτό του. Ήταν η Πορφυρή Σκιά, ο ήρωας του προηγούμενου πολέμου και ηγέτης του τωρινού. Δεν ήταν δυνατό να στέκεται μέσα σε ένα άδειο δωμάτιο και να κλαίει για το παρελθόν. Δεν έπρεπε να κλάψει…
Έκλαψε όμως.
«Θα σου παραδώσω το κεφάλι του Μπριντ’Αμούρ», υποσχέθηκε η δούκισσα του Μάνινγκτον.
Ο βασιλιάς Γκρινσπάροου καθόταν με άνεση στον πολυτελή θρόνο του έχοντας το ένα πόδι πάνω από το μπράτσο του μεγάλου καθίσματος και κοιτάζοντας τα νύχια του χεριού του. Αυτή η πόζα δεν μείωσε τις υποψίες της Ντιάνα ότι ο βασιλιάς ήταν πολύ ταραγμένος. Την είχε καλέσει μέσα από έναν μαγεμένο καθρέφτη, και στην αρχή η Ντιάνα σκέφτηκε να μην απαντήσει. Το κάλεσμά του Γκρινσπάροου όμως ήταν τόσο επιτακτικό ώστε κατάλαβε ότι, αν δεν πήγαινε αμέσως στον δικό της μαγεμένο καθρέφτη για να μιλήσει μαζί του, ο Γκρινσπάροου μπορεί να ερχόταν στο Μάνινγκτον, κάτι που η δούκισσα δεν ήθελε με κανέναν τρόπο!
«Πού είναι ο Τακναποτίν;» ρώτησε ο Γκρινσπάροου.
Ήταν η ερώτηση που φοβόταν η Ντιάνα από την αρχή. Πήρε μια απορημένη έκφραση. «Πού θα ’πρεπε να είναι;» ρώτησε.
«Αυτό θέλω να μάθω κι εγώ!»
«Στην Κόλαση, φαντάζομαι», είπε η Ντιάνα. «Εκεί όπου ανήκει». Η Ντιάνα, βλέποντας τη συνοφρυωμένη έκφραση του βασιλιά, κατάλαβε ότι δεν την πίστευε. Οι υποψίες της ήταν σωστές, λοιπόν, ο Γκρινσπάροου είχε όντως στενή σύνδεση με τον δαίμονα που της είχε δώσει. Έτσι, τώρα την είχε καλέσει επειδή δεν μπορούσε να επικοινωνήσει με τον δαιμονικό του κατάσκοπο.
Μέσα της η Ντιάνα έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό της, που είχε χρησιμοποιήσει ένα τόσο ισχυρό ξόρκι για να διώξει τον Τακναποτίν. Φαίνεται ότι αυτό το ξόρκι, καθώς και το σπάσιμο του στέμματος, είχαν διώξει τον δαίμονα τόσο μακριά από τον κόσμο ώστε δεν μπορούσε να τον βρει ούτε ο Γκρινσπάροου με τις σημαντικές του δυνάμεις.
Εκτός αν ο Γκρινσπάροου μπλοφάρει, σκέφτηκε η Ντιάνα. Εκτός αν ο Τακναποτίν βρίσκεται στην αίθουσα του θρόνου του Γκρινσπάροου, σε σημείο όπου να μη φαίνεται από τον καθρέφτη, διασκεδάζοντας σε βάρος μου μαζί με τον ανελέητο βασιλιά του Άβον.
Η Ντιάνα κατάλαβε ότι ο φόβος της φαινόταν καθαρά στο πρόσωπό της. Ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία της, φροντίζοντας να εκμεταλλευτεί την έκφραση που πήρε άθελά της.
«Δεν έχω καταφέρει να επικοινωνήσω μαζί του από τότε… από τότε που η Σέλνα…
Τα μάτια του Γκρινσπάροου άνοιξαν διάπλατα. Η Ντιάνα κατάλαβε ότι το όνομα της Σέλνα του προκάλεσε ταραχή, κάτι που επιβεβαίωσε την υποψία της ότι η υπηρέτρια ήταν ένας ακόμη από τους κατασκόπους του Γκρινσπάροου.
»…από τότε που η Σέλνα έσπασε το στέμμα μου», κατέληξε η Ντιάνα. «Φοβάμαι ότι ο Τακναποτίν προσβλήθηκε, γιατί δεν απαντά στις κλήσεις μου…»
«Έσπασε το στέμμα σου;» την έκοψε ο Γκρινσπάροου προφέροντας κάθε λέξη αργά κι ανέκφραστα.
Για μια στιγμή η Ντιάνα φοβήθηκε ότι ο βασιλιάς θα πάθει κρίση μανίας, αλλά γρήγορα ο Γκρινσπάροου ξαναβρήκε την αυτοκυριαρχία του και ηρέμησε.
Θύμωσε για την Σέλνα και το στέμμα, σκέφτηκε η Ντιάνα, αλλά νιώθει επίσης ανακούφιση, γιατί πίστεψε το ψέμα και τώρα νομίζει ότι είμαι ακόμη το πρόθυμο πιόνι του.
«Το στέμμα ήταν όντως μια σύνδεση ανάμεσα σ’ εσένα και τον δαίμονα», επιβεβαίωσε ο Γκρινσπάροου.