Ο Όλιβερ, αφού άρπαξε το ξίφος από τη λαβή πάνω από το κεφάλι του, με μια επιδέξια κίνηση το κατέβασε και ακούμπησε την αιχμή του δίπλα στο ξυπόλητο μαλλιαρό του πόδι παίρνοντας γενναία πόζα.
»Ορίστε λοιπόν», αποτελείωσε τη φράση του έχοντας ξαναβρεί τη συνηθισμένη του αξιοπρέπεια, ενώ την ίδια στιγμή το καπέλο έπεφτε κι εφαρμοζόταν τέλειοι πάνω στο κεφάλι του.
«Πρέπει να παραδεχτώ ότι έχεις στυλ», είπε η Σιόμπαν. Μετά πρόσθεσε με έναν καγχασμό: «Και είσαι γλυκούλης χωρίς τα ρούχα σου».
Η ηρωική πόζα του Όλιβερ κατέρρευσε. «Ωωω!» ξεφώνισε αγανακτισμένος. Σηκώνοντας το ξίφος, χτύπησε την αιχμή του πιο δυνατά στο πάτωμα, μόνο που αυτήν τη φορά χάραξε λιγάκι την άκρη του ποδιού του.
Προσπαθώντας να διατηρήσει την καταρρέουσα αξιοπρέπειά του, στράφηκε κι απομακρύνθηκε μαζεύοντας στον δρόμο του το γιλέκο, τις κάλτσες, τα παπούτσια και τα γάντια του. «Θα σε εκδικηθώ γι’ αυτό!» δήλωσε.
«Κι εγώ κοιμάμαι γυμνή…» τον πείραξε η Σιόμπαν.
Ο Όλιβερ σταμάτησε επιτόπου κοντεύοντας να πέσει κάτω. Ήξερε ότι η Σιόμπαν παίζει μαζί του, ότι χτυπά το ερωτιάρικο φυσικό του εκεί όπου είναι ανυπεράσπιστο, όμως η εικόνα που του δημιούργησαν αυτές οι τέσσερις λέξεις τον συγκλόνισε τόσο ώστε άρχισε να τρέμει σύγκορμος. Γύρισε τραυλίζοντας, προσπαθώντας να βρει κάποια απάντηση, αλλά μετά γρύλλισε νικημένος και πήγε έξω φρενών στην πόρτα αρπάζοντας τον τελαμώνα του ξίφους του από το πόμολο.
Μόνο που είχε ξεχάσει την παγίδα του.
Το κοντάρι που υποστήριζε τον κουβά έφυγε από τη θέση του και το κρύο νερό άδειασε πάνω στον χάφλινγκ, κάνοντας τον πλατύ γύρο του καπέλου του να κρεμαστεί χαμηλά.
Ο Όλιβερ γύρισε πάλι στην Σιόμπαν, προσπαθώντας να διατηρήσει το ανώτερο ύφος του παρά την ψυχρολουσία. «Επίτηδες το έκανα αυτό», τη διαβεβαίωσε κι αμέσως εξαφανίστηκε.
Η Σιόμπαν έμεινε στο δωμάτιο για πολλή ώρα κουνώντας το κεφάλι της και γελώντας. Παρά τις φασαρίες που προκαλούσε αυτός ο τύπος, είχε όντως κάτι το γοητευτικό.
Ο Όλιβερ, έχοντας διορθώσει την εμφάνισή του έγκαιρα, ήρθε ευπαρουσίαστος στις τόσο σημαντικές συνομιλίες με τον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο. Η συνάντηση θα γινόταν στο επιταγμένο μέγαρο ενός αριστοκράτη που, όντας πιστός στον Γκρινσπάροου, μετά την επανάσταση το είχε σκάσει από το Εριαντόρ. Έτσι ο Μπριντ’Αμούρ χρησιμοποιούσε το σπίτι του σαν παλάτι του Κάερ Μακντόναλντ, μολονότι οι περισσότερες εκδηλώσεις γίνονταν στη Μητρόπολη, τον τεράστιο καθεδρικό ναό που κυριαρχούσε στην πόλη. Ο Όλιβερ εμφανίστηκε στεγνός, έχοντας επίσης καταφέρει με κάποιο άγνωστο τρόπο να ξαναδώσει τη σωστή φόρμα στο καπέλο του. Ακόμη και το φτερό στεκόταν όρθιο. Η Σιόμπαν κοίταζε αυτήν τη μεταμόρφωση μην μπορώντας να πιστέψει στα μάτια της, αναρωτούμενη μήπως ο χάφλινγκ είχε κι άλλα τέτοια εξωφρενικά καπέλα με φτερό.
Ο Όλιβερ κάθισε σε ένα ψηλότερο σκαμνί στη μια πλευρά του μεγάλου δρύινου τραπεζιού στα αριστερά του Μπριντ’Αμούρ, ενώ δεξιά από τον βασιλιά καθόταν η Σιόμπαν.
Απέναντι τους βρίσκονταν τέσσερις σκυθρωποί νάνοι. Ο βασιλιάς Μπέλικ νταν Μπούρσο καθόταν ακριβώς απέναντι από τον Μπριντ’Αμούρ, με τα γαλάζια μάτια του να είναι καρφωμένα γεμάτα ένταση στα μάτια του μάγου — αν και ο Μπριντ’Αμούρ σχεδόν δεν τα έβλεπε κάτω από τα τεράστια φρύδια του νάνου, που ήταν πυρόξανθα, όπως και η επίσης τεράστια γενειάδα του. Αυτή η γενειάδα ήταν τόσο φουντωτή και μακριά ώστε ο Μπέλικ την περνούσε μέσα στη ζώνη του και, σε συνδυασμό με το πύρινο χρώμα της, έκανε πολλούς να ψιθυρίζουν ότι ο νάνος βασιλιάς φοράει πανοπλία από πύρινες φλόγες. Ο Σάγκλιν, φίλος των επαναστατών που κατέκτησαν το Κάερ Μακντόναλντ, καθόταν δίπλα στον Μπέλικ ήρεμος και δυνατός. Ο Σάγκλιν καταγόταν από το Κάερ Μακντόναλντ κι όχι από το Άιρον Κρος, αλλά είχε διοργανώσει αυτήν τη συνάντηση μαζί με όλες τις άλλες συνομιλίες ανάμεσα στους ορεσίβιους αδελφούς του και τους νέους ηγέτες του Εριαντόρ. Ήξερε ότι μια συμμαχία θα ήταν ωφέλιμη και για τις δύο πλευρές, γιατί οι δύο βασιλιάδες, ο Μπέλικ κι ο Μπριντ’Αμούρ, είχαν παρόμοια νοοτροπία και καλή καρδιά.
Δύο άλλοι νάνοι, στρατηγοί με φαρδιές πλάτες, κάθονταν δίπλα στον βασιλιά Μπέλικ και τον Σάγκλιν.
Οι επίσημες προσφωνήσεις ξεκίνησαν καλά με τον Όλιβερ να είναι ο κύριος ομιλητής, όπως το είχε σχεδιάσει ο Μπριντ’Αμούρ. Αυτό επέβαλλε η εθιμοτυπία, αφού εκείνος που είχε ζητήσει τη συνάντηση, με τη μεσολάβηση του Σάγκλιν, ήταν ο Μπριντ’Αμούρ κι όχι ο Μπέλικ.
«Γνωρίζετε την ευγνωμοσύνη μας για τη βοήθεια που μας δώσατε κατά την κατάκτηση του Πρίνσταουν», άρχισε ο Μπριντ’Αμούρ. Όντως, οι νάνοι γνώριζαν πολύ καλά την ευγνωμοσύνη του, γιατί ο Μπριντ’Αμούρ είχε στείλει πάρα πολλούς αγγελιοφόρους με δώρα στο οχυρό του Νταν Ντάροου, το υπόγειο σύμπλεγμα σπηλαίων των νάνων, βαθιά μέσα στην οροσειρά του Άιρον Κρος. Ο στρατός του Μπέλικ είχε φτάσει έξω από το Πρίνσταουν, τη βορειότερη πόλη του Άβον, την κατάλληλη στιγμή για να κόψει την υποχώρηση της φρουράς της πόλης, που είχε κατατροπωθεί ήδη στο Γκλεν Ντούριτς από τους Εριαντοριανούς. Όταν οι νάνοι τους έκοψαν τον δρόμο της επιστροφής στην πόλη, η νίκη ολοκληρώθηκε. «Το Εριαντόρ χρωστά πολλά στον βασιλιά Μπέλικ νταν Μπούρσο και στους πολεμιστές του», επανέλαβε ο Μπριντ’Αμούρ.