Η νύχτα πέρασε χωρίς προβλήματα, όπως και οι πρώτες ώρες της ημέρας. Έφαγαν τα λίγα τρόφιμα που είχαν απομείνει στον Χούμα. Μια σύντομη ματιά στα σακίδια των γκόμπλιν είχε διώξει κάθε επιθυμία του ιππότη για το φαγητό που μπορεί να περιείχαν – και άλλωστε η τροφή τους μπορεί να ήταν δηλητηριασμένη.
Η μέρα ήταν σκοτεινή. Ψυχρός άνεμος φυσούσε και ο Χούμα χάρηκε για τα χοντρά γεμίσματα της πανοπλίας του. Ο Καζ, ωστόσο, έδειχνε αδιάφορος για τον ψυχρό καιρό. Η φυλή του ήταν φυλή εξερευνητών και ναυτικών, όπως και πολεμιστών, και κατά τους σκοτεινούς μήνες η γενέθλια γη του ήταν πολύ κρύα. Ο γυμνόστηθος πεζός στρατιώτης δε φορούσε ούτε καν μπότες. Αν είχε περπατήσει τόσο πολύ με γυμνά πόδια ο Χούμα, οι πατούσες του θα ήταν γδαρμένες, ματωμένες και κομματιασμένες. Αυτή τη γη ο χρόνος την είχε ξεροψήσει και την είχε κάνει σκληρή σαν την πέτρα.
Κατά το μεσημέρι ο Χούμα είδε από μακριά τους καβαλάρηδες. Δεν έρχονταν προς το μέρος του Χούμα και του Καζ και έπειτα από λίγο τους έχασαν από τα μάτια τους. Ο Χούμα όμως πίστευε πως ήταν οι Ιππότες της Σολάμνια – και αυτό σήμαινε ότι υπήρχαν πολλές πιθανότητες να παραφυλάει κάπου κοντά η φάλαγγα ή τουλάχιστον ένα μέρος της.
Ο Καζ, από την άλλη, δεν ήταν τόσο σίγουρος για την ταυτότητα των ιππέων. Σε αυτό το σημείο, τόσο κοντά στο μέτωπο, θα μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε.
«Πραγματικά, φάνηκαν σαν άνθρωποι ή ξωτικά ίσως, αλλά μπορεί να είναι εκείνοι που υπηρετούν την Τακίσις. Δεν έχεις δει τη Μαύρη Φρουρά, τα επίλεκτα στρατεύματα του πολέμαρχου ούτε και τους Αποστάτες.»
Ο μινώταυρος είχε ξαναχρησιμοποιήσει αυτή την αινιγματική λέξη. «Ποιοι είναι οι Αποστάτες;» ρώτησε ο Χούμα.
«Μάγοι άτακτοι. Μάγοι τρελοί. Όλοι τους – άλλος με τον ένα τρόπο κι άλλος με τον άλλο, ξέφυγαν από τις τάξεις της μαγείας. Δεν είναι όλοι κακόβουλοι. Λένε όμως ότι ένας τους, με τρομακτικές δυνατότητες, έχει συμμαχήσει με την ίδια τη Βασίλισσα του Σκότους και ότι εκείνη θέλει τόσο απεγνωσμένα τη νίκη που αποφεύγει τους ίδιους τους Μάγους του Μελανού Χιτώνα.»
Μαγεία. Ο Χούμα ήξερε πιο πολλά για κείνη από τους περισσότερους συντρόφους του. Είχε μεγαλώσει μαζί της. Ο καλύτερος –ο μοναδικός του– φίλος είχε στραφεί στη μαγεία. Από την αρχή ο Μάτζιους του είχε πει ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος και ισχυρός μάγος, όσο κι αν ο Χούμα έκλινε προς την Ιπποσύνη, την οποία η μητέρα του θεωρούσε κληρονομικό του δικαίωμα.
Η ανάμνηση του Μάτζιους έκανε τον Χούμα να γυρίσει πίσω στα παιδικά του χρόνια, την εποχή που –αν και την κρατούσε σαν πολύτιμη θύμηση– τον είχε αφήσει γεμάτο πίκρα και αβεβαιότητα. Είχε χρόνια να δει τον Μάτζιους, από τη μέρα που είχε ολοκληρώσει τις σπουδές του και είχε μπει στο κάστρο για κάποια δοκιμασία που θα έκρινε τη μοίρα του. Την ίδια εκείνη μέρα ο Χούμα είχε πάρει τη δική του απόφαση και είχε ξεκινήσει να βρει τους Ιππότες της Σολάμνια και να τους ζητήσει μια θέση ανάμεσά τους.
Ο Χούμα έδιωξε αυτές τις σκέψεις με μια κίνηση του κεφαλιού.
Συνέχισαν το δρόμο τους. Ο Καζ σάρωνε ακατάπαυστα με το βλέμμα του τον ορίζοντα, αλλά ο τόπος τού φαινόταν άγνωστος. Κάποια στιγμή γύρισε και ρώτησε: «Έτσι είναι όλα τα εδάφη των ανθρώπων;»
«Δεν τα έχεις δει ποτέ σου;»
«Μόνο τις χειρότερες περιοχές. Πού αλλού θα μας έβαζαν τα ογκρ, παρά στις χειρότερες τοποθεσίες; Κατά κάποιον τρόπο, μας θεωρούν περισσότερο διαθέσιμους από τα γκόμπλιν. Καμιά από τις δύο φυλές δεν εμπιστεύονται, αλλά ξέρουν ότι τα γκόμπλιν τα ελέγχουν ευκολότερα.»
Του έγνεψε ότι καταλάβαινε. «Υπάρχουν ακόμα εδάφη ανέγγιχτα από τον πόλεμο, αλλά είναι κάθε χρόνο και λιγότερα. Εκεί που ήταν το σπίτι μου τώρα είναι ερημιά όμοια με αυτήν εδώ.» Τα λόγια του του έφεραν μια πλημμύρα από πικρές αναμνήσεις. Πίεσε τον εαυτό του να συγκεντρωθεί στο δρόμο μπροστά του. Το παρελθόν βρισκόταν πίσω του.
Ο μινώταυρος τίναξε μπροστά το κεφάλι. «Έχουμε παρέα.»
Ο ιππότης στένεψε τα μάτια. Πάνω από τρεις ντουζίνες άτομα, όλοι άνθρωποι, προχωρούσαν πάνω-κάτω στην ίδια κατεύθυνση με τους ίδιους. Επιζώντες από κάποιο χωριό, σκέφτηκε. Χαμένοι προφανώς, με δυο τσακισμένα κάρα που τα έσερναν μισοπεθαμένα ζώα, οδηγημένα από ανθρώπους που δε φαίνονταν σε καλύτερη κατάσταση. Υπήρχαν και γυναίκες, κι ένα-δυο παιδιά. Καθώς πλησίασαν, συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι οι περισσότεροι κοίταζαν το σύντροφό του. Η έκφρασή τους δεν του άρεσε καθόλου.
«Πρέπει να προσέξουμε, Καζ.»
«Αυτό το άθλιο τσούρμο; Μη σε νοιάζει. Μπορώ να τους νικήσω όλους μονάχος μου.» Ο Καζ πήγε να πιάσει το τσεκούρι που είχε περασμένο στην πλάτη του, αλλά ο Χούμα τον συγκράτησε.
«Μη» του σφύριξε. «Αυτό είναι δολοφονία!»
Ο συνήθως γρήγορος στις αντιδράσεις του πολεμιστής δίστασε. Το μυαλό ενός μινώταυρου λειτουργεί πολύ διαφορετικά από αυτό ενός ανθρώπου. Ο Καζ είδε απειλή. Αν δεν αντιδρούσε σωστά, υπήρχαν αρκετοί άντρες ικανοί να τον σκοτώσουν. Ο κόσμος του δε δεχόταν συμβιβασμούς. Ή θριάμβευες ή πέθαινες. Ο Χούμα στεκόταν άναυδος. Δεν ήθελε να τα βάλει με τον Καζ, αλλά ούτε και να τον αφήσει να κομματιάσει τους πρόσφυγες.