Καθώς περπατούσαν, ο Υψηλός Πολεμιστής έριξε μια γρήγορη ματιά στον ιππέα πλάι του. Λες και είχαν βγει από το ίδιο καλούπι, με τα γερακίσια χαρακτηριστικά τους και τα μακριά, χυτά μουστάκια τους που τόσο άρεσαν στους ιππότες. Τα χαρακτηριστικά του Όσγουολ όμως ήταν σημαδεμένα από το χρόνο και από μια καλύτερη κατανόηση του κόσμου μέσα στον οποίο ζούσε, ενώ ο άλλος –νεότερος κάπου είκοσι τόσα χρόνια– πίστευε ακόμη ακράδαντα ότι ο ίδιος ήταν που θα άλλαζε τον κόσμο. Στην πραγματικότητα ήταν συγγενείς. Ο Μπένετ ήταν ανιψιός του, γιος του Τρέικ, του ίδιου του Μεγάλου Μάγιστρου. Η αλαζονεία που ήταν αποτυπωμένη στο πρόσωπό του έδειχνε ότι έβλεπε ήδη τον εαυτό του ως διάδοχο του πατέρα του.
Ο Άρχοντας Όσγουολ έλπιζε ότι μέχρι τότε ο Μπένετ θα έχει γίνει περισσότερο μετριοπαθής. Ο νεαρός ιππότης πίστευε ότι οι ιππότες υπάκουαν στο θέλημα του Πάλανταϊν και, συνεπώς, μια και ο σκοπός τους ήταν δίκαιος, θα θριάμβευαν. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήξερε ότι δε γινόταν πάντα έτσι.
Η έκφραση των υπόλοιπων ιπποτών της φάλαγγας ήταν καλά προετοιμασμένη – μια μάσκα αδιαφορίας. Σύντομα θα μάθαιναν τη σκληρή αλήθεια του κόσμου. Ο Άρχοντας Όσγουολ ήξερε ότι οι νεότεροι ιππότες –όπως και πολλοί παλιότεροι– έβλεπαν ακόμη τους εαυτούς τους σαν ήρωες, ήρωες ενός κόσμου ήδη χαμένου.
Ένας ειδικά, σκέφτηκε ο Άρχοντας Όσγουολ και άνοιξε το στόμα του.
«Ρέναρντ!» φώναξε. «Εδώ, μπροστά!»
Ο Χούμα είδε τον ψηλό, σχεδόν λιπόσαρκο ιππότη να προχωρεί με το άλογό του. Για να θέλει ο Άρχοντας Όσγουολ να μιλήσει στον Ρέναρντ, κάτι θα συνέβαινε. Αυτό το κάτι μπορεί να αφορούσε και τον ίδιο τον Χούμα, γιατί ο Ρέναρντ φαινόταν να τον παρακολουθεί στενά, κι ας είχε ματώσει ήδη το σπαθί του ο Χούμα. Ίσως, όπως και ο ίδιος ο Χούμα, ο Ρέναρντ να πίστευε ότι ο ίδιος δεν έπρεπε ποτέ να έχει γίνει δεκτός στις τάξεις των ιπποτών.
Ο Χούμα αναπήδησε καθώς το άλογό του σκόνταψε στη λάσπη. Η προσωπίδα της περικεφαλαίας του έκλεισε απότομα μπροστά του, ξαφνιάζοντάς τον. Την έπιασε και την ανασήκωσε, αφήνοντας το δροσερό άνεμο να του χαϊδέψει τα όμορφα, αν και κάπως ταλαιπωρημένα, χαρακτηριστικά. Αν και το μουστάκι του δεν ήταν τόσο μεγαλόπρεπο όσο του Μπένετ ή του Υψηλού Πολεμιστή, το ελαφρύ γκρίζο που το στόλιζε, πρόωρα, του έδινε κάποια αξιοπρέπεια, όπως και τα μαλλιά του. Το πρόσωπό του ήταν απροσδόκητα απαλό, τόσο που συχνά οι άλλοι σχολίαζαν τα νιάτα του, αλλά όχι όταν ο ίδιος βρισκόταν κοντά τους.
Ο Χούμα δεν μπορούσε να μην κοιτάζει τα βρόμικα, κουρελιασμένα ρούχα των γυναικόπαιδων του Σέρινταν. Ακόμα και η δική του πανοπλία, φθαρμένη όπως ήταν και πολύ λιγότερο πλουμιστή από του Άρχοντα Όσγουολ, έμοιαζε φτιαγμένη από χρυσάφι αν τη σύγκρινες με αυτά που φορούσαν. Τα κουρέλια τους κρέμονταν αποδώ κι αποκεί, και ο Χούμα αναρωτήθηκε κάθε πότε έτρωγαν και πόσο – και τι άραγε. Ο επαναστάτης που έκρυβε μέσα του ήθελε να πάρει το σακίδιο από τη σέλα του και να το πετάξει στους χωρικούς. Ας έτρωγαν εκείνοι τις μερίδες που υπήρχαν εκεί μέσα. Θα ήταν μάλλον το καλύτερο γεύμα τους εδώ και βδομάδες.
«Προχώρα εσύ!» βρυχήθηκε ο ιππότης πίσω του – και ο Χούμα συνειδητοποίησε πόσο πραγματικά κοντά είχε φτάσει να τους πετάξει το φαγητό του. Ήξερε πως ήταν λάθος, σύμφωνα με τους κανόνες της Ιπποσύνης, αλλά εξακολουθούσε να το θέλει με όλη του την ψυχή. Άλλο ένα δείγμα της ανεπάρκειάς του, σκέφτηκε αναστενάζοντας και αναρωτήθηκε γιατί είχε γίνει άραγε δεκτή η αίτησή του να γίνει ιππότης.
Τις σκέψεις του διέκοψε ο Ρέναρντ. Όπως ο Χούμα, έτσι και ο γεροντότερος ιππότης είχε μια ασπίδα που τα σημάδια της δήλωναν το βαθμό του στο Τάγμα του Στέμματος. Ο Ρέναρντ όμως είχε πολλά χρόνια πρακτικής εμπειρίας και γι’ αυτό ήταν δικαιωματικά διοικητής. Η προσωπίδα του έκρυβε τα πάντα –εκτός από τα δύο διαπεραστικά, παγερά γαλάζια μάτια– και σου επέτρεπε μονάχα να μαντέψεις το πρόσωπό του. Ο Ρέναρντ είχε λιγοστούς φίλους, ακόμη και μέσα στο Τάγμα του Στέμματος.
Ο Ρέναρντ ανταπόδωσε τη ματιά του Χούμα κι ύστερα κοίταξε το τμήμα συνολικά. «Γκέινορ. Χούμα. Τρίλεϊν…» Γάβγισε οκτώ ονόματα. «Βγείτε από τη φάλαγγα για περιπολία.»
Τα λόγια του δεν πρόδιδαν κανένα συναίσθημα. Ο Ρέναρντ ήταν μεθοδικός. Η στρατηγική του ήταν μεγάλης εμβέλειας. Σε καιρό πολέμου δεν μπορούσες να βρεις καλύτερο αρχηγό. Κι όμως η παρουσία του πάγωνε ένα κομμάτι της ψυχής του Χούμα.
«Ο Άρχοντας Όσγουολ θέλει να ψάξετε τα ξερά δάση στα νότια. Μπορεί να υπάρχουν γκόμπλιν ή και ογκρ. Πρέπει να γυρίσουμε στη φάλαγγα πριν δύσει ο ήλιος.» Ο Ρέναρντ σήκωσε στιγμιαία τα μάτια του στον πάντα συννεφιασμένο ουρανό. Φαινόταν μονίμως έτοιμος για βροχή, αλλά δεν έβρεχε ποτέ. «Πριν σκοτεινιάσει ολότελα. Δε θέλουμε να βρεθούμε στο δάσος νύχτα. Όχι τόσο κοντά στα δυτικά σύνορα. Καταλάβατε;» Οι ιππότες έγνεψαν καταφατικά και ο Ρέναρντ έστρεψε το άλογό του (ένα ψηλό, ωχρό ζώο που έμοιαζε πολύ με τον αναβάτη του) και τους έγνεψε να τον ακολουθήσουν.