Κάνοντας αυτή τη σκέψη, δεν μπόρεσε να μη σκεφτεί τη δαιμονική μορφή που είχε δει στιγμιαία. Αν αυτό το πλάσμα βρισκόταν κάπου εκεί έξω… Έσφιξε κι άλλο το σπαθί του.
Προχωρούσε περίπου μία ώρα όταν άκουσε τις τραχιές κοροϊδευτικές φωνές. Γκόμπλιν! Βούτηξε πίσω από ένα σάπιο κορμό δέντρου. Δεν τους χώριζαν ούτε δέκα μέτρα. Είχε σωθεί χάρη στην ομίχλη και μόνο. Τρία τουλάχιστον γκόμπλιν –μπορεί και τέσσερα– φαίνονταν να κοροϊδεύουν την τύχη κάποιου. Ενός αιχμαλώτου ίσως. Αν και ένα μέρος του εαυτού του τον προέτρεπε να φύγει για να σωθεί, ένα άλλο απαιτούσε να του δώσει όποια βοήθεια μπορούσε. Γλίστρησε πιο κοντά προσεκτικά κι έστησε αφτί.
Μια γεροντίστικη, βραχνή φωνή του τρύπησε το πονεμένο κεφάλι. «Μου φαίνεται ότι ο πολέμαρχος θα μας ανταμείψει ο ίδιος για τούτο δω.»
Μια βαθύτερη φωνή ενώθηκε με την πρώτη. «Μπορεί να μας τον δώσει τον ταύρο. Θα χαρώ να τον γδάρω και να τον κάνω χαλί. Σκότωσε τον Γκάιβερ.»
«Ποτέ δε συμπάθησες τον Γκάιβερ!»
«Μου χρωστούσε χρήματα! Τώρα δε θα τα πάρω ποτέ!»
Μια τρίτη φωνή τους διέκοψε. «Πώς λέτε να τον σκοτώσουν τα ογκρ;»
Ο Χούμα τέντωσε τ’ αφτιά του κι άκουσε τον ήχο ενός μαχαιριού που ακονιζόταν στην πέτρα. «Πολύ αργά. Ξέρουν πολλές πονηριές για κάτι τέτοιες δουλειές.»
Κάτι αλυσίδες κροτάλισαν και ο Χούμα προσπάθησε να εντοπίσει το σημείο. Κάπου πέρα, στα δεξιά, έτσι του φάνηκε.
«Είναι ξύπνιος.»
«Ας γελάσουμε λιγάκι.»
Οι αλυσίδες κροτάλισαν ξανά και μια φωνή βροντερή και καθαρή τους απάντησε. «Δώστε μου ένα όπλο κι αφήστε με να πολεμήσω.»
«Χα!» γέλασαν τα γκόμπλιν. «Θα σου άρεσε, ε, γελαδοπρόσωπε; Δεν είμαστε βλάκες, ξέρεις.»
«Περιμένετε μέχρι να έρθει κάποιος.» Ξαφνικά η φωνή έγινε μουγκρητό, σαν να κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια. Οι φωνές των γκόμπλιν –τέσσερα ήταν, κατέληξε ο Χούμα– σώπασαν, μέχρι που το μουγκρητό έγινε πνιχτή ανάσα. Οι αλυσίδες κροτάλισαν.
«Για μια στιγμή μου φάνηκε πως θα το έκανε!»
«Δυο χάλκινα στοίχημα ότι μπορεί.»
«Τι; Βλάκα! Θα στοιχημάτιζες για κάτι τέτοιο;»
«Ο Γκάιβερ θα στοιχημάτιζε.»
Ο Χούμα, απορροφημένος ολότελα από τα γκόμπλιν, παραλίγο να μην ακούσει τον ελαφρύ βηματισμό πίσω του. Όταν τον άκουσε, πίστεψε ότι τον είχαν δει στα σίγουρα. Ο νεοφερμένος όμως συνέχισε να προχωρεί και ο Χούμα συνειδητοποίησε σύντομα ότι το πλάσμα –ένας σκοπός γκόμπλιν– δεν έβλεπε καθόλου καλά μέσα στην ομίχλη. Λίγα ακόμη βήματα όμως και θα βρισκόταν τόσο κοντά του που ούτε η πυκνότερη ομίχλη δεν τον έσωζε.
Μαζεύοντας το κουράγιο του, ο Χούμα έκανε κύκλο πίσω από το φρουρό. Τον ακολουθούσε βήμα-βήμα, μόνο που ο δικός του διασκελισμός ήταν μιάμιση φορά μεγαλύτερος. Σε κάθε του βήμα βρισκόταν όλο και πιο κοντά. Λίγα βήματα ακόμα…
Από το στρατόπεδο αντήχησε ένας θυμωμένος βρυχηθμός. Ιππότης και γκόμπλιν γύρισαν χωρίς να το σκεφτούν και ύστερα, μόλις συνειδητοποίησαν την κατάσταση, απόμειναν να κοιτάζουν ο ένας τον άλλο. Ο Χούμα ήταν ο πρώτος που αντέδρασε πηδώντας πάνω στο γκόμπλιν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να το κάνει να σωπάσει. Το χτύπησε με το σπαθί και το κορμί του και το πλάσμα σωριάστηκε καταγής – όχι όμως πριν βγάλει μια πνιχτή κραυγή.
«Πιγκστίκερ;»
Ο Χούμα βλαστήμησε την τύχη του και απομακρύνθηκε από το πτώμα. Τα γκόμπλιν είχαν πάψει να βασανίζουν τον αιχμάλωτό τους –από τον οποίο προέρχονταν προφανώς τα μουγκρητά– και πλέον προχωρούσαν προσεκτικά προς το μέρος απ’ όπου πίστευαν ότι είχε φωνάξει ο σύντροφός τους.
«Πιγκστίκερ!»
«Θα σκόνταψε ξανά σε καμιά πέτρα.»
«Ε και, τι έγινε λοιπόν; Έσπασε το κεφάλι του; Πιγκστίκερ!»
«Μου φαίνεται ότι πρέπει να μείνω εδώ. Για κάθε ενδεχόμενο.»
«Εδώ είναι ο Σνι. Εσύ θα έρθεις μαζί μας, διαφορετικά θα πάθεις ό,τι και ο ταύρος.»
«Καλά, καλά.»
Τα γκόμπλιν έκαναν περισσότερο θόρυβο απ’ ό,τι χρειαζόταν για να σκεπάσει τα βήματα του Χούμα, και η ομίχλη τον έκρυβε καλά, παρά την απίστευτη σκέψη ενός από τα τέρατα να φέρει ένα δαυλό. Ωστόσο, σε λίγο θα έπεφταν πάνω στο πτώμα του συντρόφου τους και αυτό θα έδινε τέλος στην πλεονεκτική θέση του Χούμα.
Οι ελιγμοί του τον έφεραν κοντά στα σύνορα του καταυλισμού. Του φάνηκε πως είδε μια μεγάλη μορφή κουλουριασμένη καταγής, με μια κερασφόρα περικεφαλαία ίσως στο κεφάλι, αλλά η ομίχλη του έδινε διαστάσεις που δεν ταίριαζαν σε άνθρωπο, ούτε καν σε ξωτικό ή νάνο. Η φωτιά αργόσβηνε. Μια καμπουρωτή σκιά την πλησίασε και ο Χούμα κατάλαβε πως ήταν ένα γκόμπλιν, ο Σνι, που είχε μείνει να φυλάει τον αιχμάλωτο.