Άγκαθα Κρίστι
Η Ποντικοπαγίδα
Κυρία Κάσεη:
Θυρωρός σε μια λαϊκή πολυκατοικία της οδού Κάλβερ, ανοίγει ένα χειμωνιάτικο βράδυ την πόρτα σε έναν άγνωστο με βραχνή φωνή και μαύρο παλτό και ο άνθρωπος αυτός ψιθυρίζει κάτι για θάνατο!
Μόλλυ Νταίηβις:
Νεαρή και γλυκιά κληρονόμος, που μετατρέπει ένα παλιό κι ετοιμόρροπο αρχοντικό, το «Μόνκσγουελ Μάνορ», σε πανσιόν πολυτελείας και έρχονται στιγμές που, όπως δείχνει, κινδυνεύει να σαλέψει το λογικό της.
Τζάιλς Νταίηβις:
Νεαρός και πολυπράγμων σύζυγος της Μόλλυ που φαινομενικά τη ζηλεύει και που, παρεμπιπτόντως, δεν πραγματοποιεί τη δουλειά για την οποία ξεκίνησε πριν τη χιονοθύελλα, προβάλλοντας μια σαθρή εξήγηση.
Κρίστοφερ Ρεν:
Νεαρός και ιδιότροπος αρχιτέκτονας, με άψογο παρουσιαστικό, πρώτος πελάτης της πανσιόν, που αναρωτιέται, με μακάβρια διάθεση, πως να αισθάνεται κάποιος όταν τον στραγγαλίζουν με τα χέρια…
Κυρία Μπόυλ:
Ηλικιωμένη και ενοχλητική κυρία που περιμένει να βρει ένα τέλεια εξοπλισμένο μοτέλ με επτά ολόκληρες λίρες που καταβάλλει, αλλά διαψεύδεται οικτρά, προς μεγάλη της απελπισία!
Ταγματάρχης Μέτκαλφ:
Απόστρατος στρατιωτικός, λιγομίλητος και προσηνής, που εντελώς τυχαία, σκαλίζει το μεγάλο ντουλάπι, κάτω από τη σκάλα, την ώρα που γίνεται το φονικό και, διατείνεται, πως δεν άκουσε τίποτα.
Κος Παραβιτσίνι:
Γραφικός Ιταλός, με μαύρη γενειάδα και μεφιστοφελικά φρύδια, που μπαίνει στη σκηνή εντελώς απρόοπτα, αλλά κανείς δεν ξέρει, όταν έρχεται η στιγμή, αν λέει την αλήθεια πως το αυτοκίνητό του ντεραπάρισε.
Αρχιφύλακας Τρόττερ:
Νεαρός για το βαθμό του αστυνομικός, πανέξυπνος και πολυμήχανος, που θα σοφιστεί και θα «σκαρώσει» ένα πείραμα και το πείραμα θα έχει, πέρα για πέρα, επιτυχία!
Έκανε κρύο. Ο καιρός το είχε γυρίσει ξαφνικά στο χιονιά και ο ουρανός ήταν βαρύς και μολυβένιος.
Ένας άνδρας με μαύρο παλτό, το γιακά ανασηκωμένο γύρω απ’ το πρόσωπό του, και με το καπέλο κατεβασμένο μέχρι τα μάτια του, προχωρούσε στην οδό Κάλβερ. Στάθηκε μπροστά στο σπίτι με τον αριθμό 74 κι ύστερα ανέβηκε τα λίγα σκαλιά και χτύπησε το κουδούνι. Το κουδούνισμα κάτω στο υπόγειο έφτασε μέχρι τ’ αυτιά του.
Η κυρία Κάσεη, με τα χέρια της βουτηγμένα στο νεροχύτη, είπε γκρινιάρικα.
—Πάλι το κουδούνι! Δε μπορείς να βρεις ησυχία, ούτε λεπτό, σ’ αυτό το σπίτι!
Ασθμαίνοντας λίγο, ανέβηκε τα σκαλιά του υπογείου και άνοιξε την πόρτα.
Ο άνδρας, που διαγραφόταν σα σιλουέτα κόντρα στο γκρίζο φόντο του ουρανού, ρώτησε με χαμηλή, ψιθυριστή φωνή:
—Η κυρία Λάιον;
—Δεύτερο πάτωμα, είπε η κυρία Κάσεη. Περάστε. Σας περιμένει;
Ο άνδρας κούνησε αργά το κεφάλι του.
—Ε, λοιπόν, ανεβείτε και χτυπήστε.
Τον παρακολούθησε καθώς ανέβαινε τα φθαρμένα σκαλιά. Αργότερα θα έλεγε πως «την έκανε να νοιώσει περίεργα». Αλλά το μόνο που είχε σκεφτεί τότε, ήταν πως αυτός ο άνθρωπος είχε αρπάξει ένα πολύ γερό συνάχι για να ψιθυρίζει έτσι και δεν ήταν διόλου παράξενο μ’ αυτόν το βρομόκαιρο.
Όταν ο άνδρας έστριψε πάνω στη σκάλα, άρχισε να σιγοσφυρίζει. Ο σκοπός που σφύριζε ήταν «τα τρία τυφλά ποντικάκια».
Η Μόλλυ Νταίηβις τραβήχτηκε λίγο προς τα πίσω και κοίταξε από το δρόμο την φρεσκοβαμμένη επιγραφή πάνω απ’ την πόρτα.
ΜΟΝΚΣΓΟΥΕΛ ΜΑΝΟΡ
ΠΑΝΣΙΟΝ
Κούνησε το κεφάλι της με ικανοποίηση. Το ενέκρινε με την πρώτη ματιά. Έδειχνε πραγματικά εντελώς επαγγελματικό. Ή σχεδόν. Το τελικό «Ν» στη λέξη «πανσιόν» στράβωνε λίγο προς τα πάνω και τα τελευταία γράμματα στο «Μάνορ» ήταν κάπως στριμωγμένα· στο σύνολο όμως, η δουλειά που είχε κάνει ο Τζάιλς ήταν πολύ καλή. Ο Τζάιλς ήταν πραγματικά πολύ έξυπνος. Όχι απλώς έξυπνος. Ευφυέστατος. Ήταν ο τύπος του πολυτεχνίτη. Μπορούσε να κάνει σχεδόν το κάθε τι. Όλο κι ανακάλυπτε τα κρυφά ταλέντα του άνδρα της. Ο ίδιος συνήθιζε να μιλάει πολύ λίγο για τον εαυτό του κι έτσι η Μόλλυ σπάνια και που, κατόρθωνε να μάθει για τις ικανότητές του. Αλλωστε, δε λένε πως ο παλιός ο ναυτικός είναι πάντα χρήσιμος.
Λοιπόν, ο Τζάιλς θα έπρεπε τώρα να επιστρατεύσει όλες του τις ικανότητες για το καινούργιο τους ρίσκο. Γιατί ήταν κι οι δυο τελείως άπειροι γι’ αυτή τη δουλειά. Θα ήταν όμως μεγάλη διασκέδαση και επιπλέον τους έλυνε το πρόβλημα στέγης.