Выбрать главу

—Ω, θεέ μου, μουρμούρισε η Μόλλυ με απελπισία. Τι απαίσια μέρα. Πρώτα η αστυνομία και τώρα οι σωλήνες.

Ο κύριος Παραβιτσίνι άφησε να του πέσει η τσιμπίδα του τζακιού πάνω στη σχάρα με θόρυβο. Η κυρία Μπόυλ σταμάτησε απότομα να πλέκει κι έμεινε ακίνητη. Η Μόλλυ κοιτάζοντας τώρα τον ταγματάρχη, απόρησε με την αλύγιστη ακινησία που είχε πάρει και η παραμικρότερη ίνα του προσώπου του, σα να μην ήταν αυτός ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, αλλά το εκμαγείο του. Το πρόσωπό του διατήρησε μιαν απερίγραπτη έκφραση, που για τη Μόλλυ δεν είχε κανένα νόημα. Δεν μπορούσε να την καταλάβει. Ήταν σα να είχε ξυλιάσει, αφήνοντας στη θέση του ένα τοτέμ από σκαλιστό αφρόξυλο. Άνοιξε το στόμα του να μιλήσει και η φωνή που βγήκε απ’ το λαρύγγι του, ήταν ένας βραχνός ψίθυρος:

—Αστυνομία, είπατε;

Η Μόλλυ όμως διαισθάνθηκε πως πίσω απ’ την αλύγιστη ακινησία του προσώπου του, κρυβόταν κάποιο βίαιο συναίσθημα. Μπορεί να ήταν φόβος, διέγερση ή αναστάτωση. Εν πάση περιπτώσει, ήταν κάτι.

Αυτός ο άνθρωπος, σκέφθηκε εκείνη τη στιγμή, μπορεί να είναι επικίνδυνος.

—Τι είναι αυτό που είπατε; ρώτησε ξανά, αλλά αυτή τη φορά φρόντισε η φωνή του να είναι κοντρολαρισμένη και να δείχνει απλώς περιέργεια. Τι τρέχει με την αστυνομία;

—Δεν ξέρω, ακριβώς, είπε η Μόλλυ, αλλά μόλις πριν λίγο, τηλεφώνησαν. Είπαν πως στέλνουν έναν αρχιφύλακα.

Κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο.

—…αλλά δε μου φαίνεται πως θα φθάσει ποτέ! πρόσθεσε, με ελπίδα.

—Ναι, μα γιατί; επέμενε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Γιατί στέλνουν έναν αστυνομικό εδώ;

Έκανε ένα βήμα προς το μέρος της, άλλα πριν προλάβει η Μόλλυ ν’ απαντήσει, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάσθηκε ο Τζάιλς.

—Αυτό το κοκκινωπό κάρβουνο που μας είχαν στείλει, είναι πιο βαρύ κι από πέτρα, είπε με θυμό.

Πρόσεξε γύρω του τα πρόσωπα και ρώτησε:

—Συμβαίνει τίποτα;

Ο ταγματάρχης στράφηκε προς το μέρος του.

—Άκουσα, κύριε Νταίηβις, πως η αστυνομία έρχεται εδώ, είπε. Γιατί;

—Α, μάλιστα, έκανε ο Τζάιλς, μην ανησυχείτε, κανείς δεν θα μπορέσει να περάσει. Το χιόνι είναι περισσότερο από πέντε πόδια κι όλες οι διαβάσεις είναι κλεισμένες. Είμαστε απομονωμένοι. Είναι αδύνατο να έρθει κανείς σήμερα.

Την ίδια στιγμή, ακούστηκαν τρία δυνατά χτυπήματα στο παράθυρο.

Όλοι πατάχθηκαν ξαφνιασμένοι. Για μια στιγμή κανείς δεν κατόρθωσε να προσδιορίσει από που είχαν έρθει τα χτυπήματα. Έμοιαζε σα να είχαν καλέσει κάποιο πνεύμα, που είχε έρθει και τους καλούσε απειλητικά. Ξαφνικά η Μόλλυ, αφήνοντας μια μικρή, πνιγμένη κραυγή, έδειξε προς την μπαλκονόπορτα, όπου η κουρτίνα ήταν παραμερισμένη.

Ένας άνδρας στεκόταν εκεί, απ’ έξω, χτυπώντας το παράθυρο και το μυστήριο της αφίξεώς του εξηγούταν από τα σκι που φορούσε.

Με ένα επιφώνημα ο Τζάιλς έτρεξε αμέσως προς την μπαλκονόπορτα και την άνοιξε.

—Ευχαριστώ, είπε ο νεοφερμένος και πέρασε μέσα.

Η φωνή του ήταν εύθυμη και ζωηρή και το πρόσωπό του ηλιοκαμένο.

—Αρχιφύλακας Τρόττερ, αυτοσυστήθηκε κάνοντας μια μικρή κλίση του κεφαλιού του.

Η κυρία Μπόυλ τον λοξοκοίταξε πάνω απ’ το πλεκτό της, με ολοφάνερη δυσαρέσκεια.

—Δεν μπορεί να είσθε αρχιφύλακας, είπε αποδοκιμαστικά. Είστε πολύ νέος για τέτοιο βαθμό.

Ο άνδρας, που έδειχνε πραγματικά πολύ νέος, κοίταξε την κυρία Μπόυλ για να αντιμετωπίσει το σκεπτικισμό της και είπε φανερά ενοχλημένος:

—Δεν είμαι τόσο νέος όσο φαίνομαι, κυρία μου.

Η ματιά του διέτρεξε τα πρόσωπα μέσα στο σαλόνι και στάθηκε στον Τζάιλς.

—Είσθε ο κύριος Νταίηβις; ρώτησε. Μπορώ να ακουμπήσω κάπου τα σκι;

—Ασφαλώς, ελάτε μαζί μου.

Η κυρία Μπόυλ παρατήρησε με δηκτικότητα, καθώς η πόρτα έκλεινε πίσω τους:

—Υποθέτω πώς γι’ αυτό πληρώνουμε την αστυνομία μας πλέον. Για να προσλαμβάνει κάτι τέτοιους νεαρούς που τριγυρίζουν άσκοπα και διασκεδάζουν με τα χειμερινά σπορ.

Ο κύριος Παραβιτσίνι στο μεταξύ είχε πλησιάσει τη Μόλλυ.

—Γιατί ειδοποιήσατε την αστυνομία, κυρία Νταίηβις; ρώτησε και η φωνή του ακούστηκε σα σφύριγμα.

Η Μόλλυ κάτω από εκείνη τη ματιά που ένιωθε να της πυρώνει το πρόσωπο, οπισθοχώρησε άθελά της. Αυτός δεν ήταν ο Παραβιτσίνι που ήξερε. Ήταν ένας άλλος άνθρωπος, που έβλεπε για πρώτη φορά. Ένιωσε ανυπεράσπιστη.

—Μα, όχι, όχι, είπε τρομοκρατημένη. Δεν ειδοποίησα εγώ…

Και τότε άνοιξε η πόρτα και μπήκε ο Κρίστοφερ Ρεν, που ρώτησε αμέσως με την τσιριχτή του φωνή:

—Ποιος είναι αυτός ο άνδρας στο χολ; Από που ήρθε; Δείχνει καλόκαρδος κι είναι σκεπασμένος με χιόνι.

Η φωνή της κυρίας Μπόυλ αντήχησε δυνατά πάνω από το χτύπο που έκαναν οι βελόνες της.

—Πιστέψτε το ή όχι, αυτός ο άνθρωπος είναι αστυνομικός. Ένας αστυνομικός με σκι.