Выбрать главу

Έδειχνε να το αντιμετωπίζει σα μια επανάσταση των πληβείων!

Ο ταγματάρχης μουρμούρισε στη Μόλλυ:

—Με συγχωρείτε, κυρία Νταίηβις, μπορώ να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνο;

—Βεβαίως, Ταγματάρχα.

Ο Μέτκαλφ προχώρησε προς τη συσκευή, την ώρα που ο Κρίστοφερ Ρεν στρίγκλιζε:

—Είναι όμορφος άνδρας, έτσι δεν είναι; Πάντα πίστευα πώς οι αστυνομικοί είναι τρομερά ελκυστικοί.

—Εμπρός, εμπρός, φώναζε ο ταγματάρχης στο ακουστικό, κουνώντας τη συσκευή βίαια.

Στράφηκε προς την Μόλλυ.

—Κυρία Νταίηβις, το τηλέφωνο δεν λειτουργεί, είναι κομμένο, είπε με απελπισία.

—Ήταν εντάξει μόλις τώρα, είπε η Μόλλυ. Εγώ η ίδια…

Ο Κρίστοφερ Ρεν δεν την άφησε να τελειώσει τη φράση της. Αρχισε να γελάει δυνατά, διαπεραστικά, σχεδόν υστερικά.

—Ώστε είμαστε τώρα εντελώς αποκλεισμένοι, είπε. Εντελώς αποκλεισμένοι. Αστείο δεν είναι;

—Δεν βλέπω που είναι το αστείο, είπε ο ταγματάρχης παγερά.

—Ούτε εγώ, πρόσθεσε απ’ τη μεριά της η κυρία Μπόυλ.

Ο Κρίστοφερ Ρεν εξακολουθούσε να γελάει.

—Είναι ένα προσωπικό αστείο, είπε. Σςς, έκανε ξαφνικά φέρνοντας το δάχτυλο στα χείλη. Το λαγωνικό έρχεται…

Ο Τζάιλς μπήκε με τον αρχιφύλακα Τρόττερ. Ο τελευταίος είχε απαλλαγεί απ’ τα σκι και είχε φτιάξει μ’ επιμέλεια την χωρίστρα του. Κρατούσε τώρα ένα μεγάλο μπλοκ κι ένα μολύβι.

Η είσοδος του δημιούργησε μιαν παράξενα παγερή κι επιβλητική ατμόσφαιρα, σα να άρχιζε μια αργή, οδυνηρή δικαστική διαδικασία.

—Μόλλυ, είπε ο Τζάιλς. Ο αρχιφύλακας θέλει να μιλήσει σε μας τους δυο ιδιαιτέρως.

Η Μόλλυ τους ακολούθησε σιωπηλά, έξω απ’ το δωμάτιο.

—Θα πάμε στο γραφείο, είπε ο Τζάιλς.

Πήγαν σ’ ένα μικρό δωμάτιο πίσω απ’ το χολ, που η ονομασία γραφείο το τιμούσε ιδιαίτερα. Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έκλεισε πίσω του προσεκτικά την πόρτα.

—Τι έχουμε κάνει, κ. αρχιφύλακα; ρώτησε αμέσως η Μόλλυ, με παράπονο.

—Τι έχετε κάνει; επανέλαβε ο αρχιφύλακας και την κοίταξε έκπληκτος.

Έπειτα της χαμογέλασε.

—Α, μην ανησυχείτε, είπε, δεν έχουμε τίποτα εναντίον σας. Λυπάμαι, αν δημιουργήθηκε κάποια παρεξήγηση. Όχι, κυρία Νταίηβις, είναι ένα ζήτημα τελείως διαφορετικό. Είναι μάλλον ζήτημα περιφρούρησης, αν με καταλαβαίνετε.

Όχι, δεν καταλάβαιναν κι εξακολουθούσαν να τον κοιτάζουν και οι δυο ερωτηματικά.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:

—Η αποστολή μου σχετίζεται με το φόνο της Μωρήν Λάιον που δολοφονήθηκε στο Λονδίνο, πριν από δυο μέρες. Ίσως έτυχε να διαβάσετε σχετικά.

—Μάλιστα, είπε η Μόλλυ.

—Ωραία. Λοιπόν, το πρώτο πράγμα που θέλω να μάθω είναι αν γνωρίζατε αυτή τη γυναίκα.

—Ούτε που την είχαμε ακουστά, είπε ο Τζάιλς και η Μόλλυ το επιβεβαίωσε.

—Αυτό ήταν αναμενόμενο, είπε ο αρχιφύλακας και συνέχισε. Αλλά όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, ανακαλύψαμε πως το Λάιον δεν ήταν το πραγματικό όνομα της γυναίκας που δολοφονήθηκε. Είχε ποινικό μητρώο και υπήρχαν τα δακτυλικά της αποτυπώματα στην Σκότλαντ Γυαρντ. Έτσι, πιστοποιήσαμε χωρίς μεγάλη δυσκολία το πραγματικό της όνομα. Ήταν Γκρεγκ, Μωρήν Γκρεγκ. Ο τέως σύζυγός της, ο Τζων Γκρεγκ, ήταν γεωργός και έμενε στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, όχι πολύ μακριά από δω. Μπορεί να έχετε ακουστά για την υπόθεση της φάρμας Λόνγκριτζ.

Το δωμάτιο ήταν παγερό και ήσυχο. Μόνο ένας αδύνατος ήχος έσπαζε τη σιωπή, το μαλακό, απροσδόκητο πήδημα του χιονιού, καθώς κυλούσε απ’ τη στέγη στο έδαφος. Ήταν ένας απόκρυφος, σχεδόν καταχθόνιος ήχος.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ συνέχισε:

—Τρία ανήλικα ορφανά παιδιά είχαν ανατεθεί το 1940 στους Γκρεγκ, στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ, για να απομακρυνθούν απ’ τους βομβαρδισμούς. Το ένα απ’ αυτά πέθανε από εγκληματική αμέλεια κι από κακή μεταχείριση. Ξέσπασε τότε ένα σκάνδαλο, που αναστάτωσε την κοινή γνώμη και οι Γκρεγκ συνελήφθησαν και καταδικάσθηκαν σε φυλάκιση. Εκείνος όμως, κατόρθωσε να δραπετεύσει καθώς πήγαινε στη φυλακή, έκλεψε ένα αυτοκίνητο και στην προσπάθεια του να ξεφύγει από την αστυνομία που τον καταδίωκε, τράκαρε. Έμεινε στον τόπο. Η γυναίκα του εξέτισε την ποινή της και πριν από δυο μήνες αποφυλακίσθηκε.

—Και τώρα δολοφονήθηκε, πρόσθεσε ο Τζάιλς. Ποιος νομίζετε ότι το έκανε;

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ δεν ήταν καθόλου βιαστικός.

—Μήπως θυμάστε την περίπτωση, κύριε Νταίηβις; ρώτησε κοιτάζοντας τον Τζάιλς.

Αυτός κούνησε το κεφάλι αρνητικά.

—Το 1940, είπε, υπηρετούσα στο Ναυτικό. Την εποχή εκείνη βρισκόμασταν στη Μεσόγειο.

Ο υπαστυνόμος γύρισε προς την Μόλλυ.

—Εγώ… θυμάμαι ότι έχω ακούσει γι’ αυτό, είπε η Μόλλυ με κομμένη την ανάσα. Αλλά γιατί ήρθατε σε μας; Τι σχέση έχουμε εμείς μ’ αυτή την υπόθεση;

—Γιατί μπορεί να βρίσκεσθε σε κίνδυνο!

—Σε κίνδυνο; έκανε ο Τζάιλς κατάπληκτος.