Выбрать главу

—Καλά, αυτά θα τα ελέγξω αυτά βέβαια.

—Πάντως, κατά κάποιο τρόπο, είναι ευχής έργον που ο καιρός είναι απαίσιος, παρατήρησε ο Τζάιλς. Ο δολοφόνος δεν θα μπορέσει να εμφανιστεί, έτσι δεν είναι;

—Ίσως να μην χρειάζεται, κύριε Νταίηβις.

—Τι εννοείτε; έκανε ο Τζάιλς απορημένος.

Ο αρχιφύλακας δίστασε για μια στιγμή κι ύστερα του απάντησε:

—Πρέπει να λάβετε υπόψη σας, κύριε Νταίηβις, πως ενδέχεται να βρίσκεται κιόλας εδώ.

Ο Τζάιλς έμεινε να τον κοιτάει.

—Τι θέλετε να πείτε;

—Η κυρία Γκρεγκ δολοφονήθηκε πριν από δυο μέρες. Όλοι οι πελάτες σας έφθασαν εδώ μετά απ’ αυτό, κύριε Νταίηβις.

—Μάλιστα, αλλά μην ξεχνάτε πως είχανε «κλείσει» από πριν, αρκετό καιρό. Εκτός βέβαια απ’ τον κύριο Παραβιτσίνι.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ αναστέναξε βαθιά. Κι όταν μίλησε, η φωνή του ακούστηκε κουρασμένη.

—Αυτά τα εγκλήματα σχεδιάσθηκαν εκ των προτέρων, τόνισε.

—Τα εγκλήματα; Μα, μόνο ένα έγκλημα έχει γίνει ακόμα. Πως είστε τόσο σίγουρος ότι θα γίνει και άλλο;

—Ότι θα συμβεί, όχι, δεν είμαι καθόλου σίγουρος. Ελπίζω να το προλάβω αυτό. Αλλά, ότι θα γίνει απόπειρα, είμαι βεβαιότατος.

—Μα τότε, αν δεν κάνετε λάθος, είπε ο Τζάιλς, μόνο ένα πρόσωπο θα μπορούσε να είναι. Γιατί μόνο ένα πρόσωπο έχει την κατάλληλη ηλικία. Ο Κρίστοφερ Ρεν!

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ έσπρωξε την πόρτα της κουζίνας και μπήκε.

—Θα είχατε την καλοσύνη, κυρία Νταίηβις, να έρθετε μαζί μου στη βιβλιοθήκη; είπε ευγενικά. Θέλω να κάνω μια επίσημη δήλωση, που αφορά όλους… Ο κύριος Νταίηβις βρίσκεται ήδη εκεί για να προετοιμάσει το έδαφος.

—Ευχαρίστως, απάντησε η Μόλλυ. Ένα λεπτό μόνο και τελειώνω με τις πατάτες. Καμιά φορά, ξέρετε, πρόσθεσε, εύχομαι να μην τις είχε ανακαλύψει ο σερ Γουόλτερ Ράλυ.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ, όμως, δεν έδειξε να αλλάζει διάθεση. Διατήρησε τη σιωπή του.

Η Μόλλυ στράφηκε και τον κοίταξε πάνω απ’ τον ώμο της.

—Πραγματικά, δεν μπορώ να το πιστέψω. Είναι τόσο… τόσο αφάνταστο… είπε απολογητικά.

—Όχι, κυρία Νταίηβις. Δεν είναι καθόλου αφάνταστο. Είναι ένα γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση.

—Έχετε την περιγραφή του δράστη; ρώτησε η Μόλλυ.

—Μετρίου αναστήματος, αδύνατος, φορούσε ένα σκούρο χειμωνιάτικο παλτό και ανοιχτόχρωμο καπέλο, μιλούσε βραχνά και ψιθυριστά και το πρόσωπό του ήταν κρυμμένο πίσω από ένα χοντρό χειμωνιάτικο κασκόλ. Βλέπετε, θα μπορούσε να είναι ο καθένας.

Ο αρχιφύλακας σώπασε και μετά συμπλήρωσε:

—Έξω στο χολ σας κρέμονται τρία σκούρα παλτά και τρία ανοιχτόχρωμα καπέλα.

—Δε νομίζω πως κάποιος απ’ αυτούς τους ανθρώπους έχει έρθει απ’ το Λονδίνο, παρατήρησε η Μόλλυ.

—Όχι; Έτσι λέτε;

Με μια απότομη κίνηση ο αρχιφύλακας, πήγε μέχρι το μπουφέ και έπιασε μια εφημερίδα.

—Ορίστε, είπε. Η “Ήβνιν Στάνταρτ” της δεκάτης ενάτης Φεβρουαρίου. Προχθεσινή, κυρία Νταίηβις. Κάποιος πρέπει να την έφερε μαζί του.

—Μα αυτό που λέτε είναι συγκλονιστικό!

Κάτι στη μνήμη της Μόλλυ ανακινήθηκε.

—Μα πώς βρέθηκε αυτή η εφημερίδα στην κουζίνα; πρόσθεσε.

—Δεν πρέπει, κυρία Νταίηβις, να κρίνετε τους ανθρώπους απ’ το παρουσιαστικό τους. Δεν ξέρετε τίποτα σχεδόν για τα πρόσωπα που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στο σπίτι σας.

Και πρόσθεσε:

—Είναι η πρώτη φορά, που εσείς και ο σύζυγός σας, ασχολείστε με μια τέτοια δουλειά;

—Μάλιστα, παραδέχθηκε η Μόλλυ κι ένιωσε ξαφνικά σαν ένα χαζό κοριτσόπουλο.

—Και ίσως να μην έχετε πολύ καιρό που είστε παντρεμένοι, σωστά;

—Μόλις ένα χρόνο, παραδέχτηκε η Μόλλυ. Όλα έγιναν τόσο απότομα.

—Κεραυνοβόλος έρωτας, είπε ο υπαστυνόμος με συμπάθεια.

Η Μόλλυ ένιωσε τελείως ανίκανη να διαμαρτυρηθεί.

—Ακριβώς, παραδέχτηκε, γνωριζόμασταν μόλις ένα δεκαπενθήμερο πριν παντρευτούμε.

Οι σκέψεις της γύρισαν πίσω, σ’ εκείνες τις αξέχαστες δεκαπέντε ήμερες. Όχι δεν είχαν αμφιβολίες, είχαν κι οι δυο την ίδια βεβαιότητα και επιθυμία. Μέσα σ’ έναν κόσμο ανήσυχο και νευρωτικό, αυτοί είχαν την εξαίσια τύχη να συναντηθούν. Ένα αμυδρό χαμόγελο άνθησε στα χείλη της.

Όταν ξαναγύρισε στην πραγματικότητα, μέσα στην κουζίνα, είδε τον αρχιφύλακα που την κοιτούσε με ανοχή.

—Ο άνδρας σας δεν είναι απ’ αυτά τα μέρη, έτσι δεν είναι; τη ρώτησε.

—Όχι, είπε η Μόλλυ. Δεν κάνετε λάθος. Είναι απ’ το Λίνκολνσαϊρ.

Η ίδια δεν ήξερε πολλά πράγματα για τα παιδικά χρόνια και την καταγωγή του Τζάιλς. Οι γονείς του είχαν πεθάνει κι ο ίδιος απέφευγε να μιλάει για το παρελθόν του. Της είχε δημιουργηθεί η εντύπωση πως είχε περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια.

—Είστε κι οι δύο πολύ νέοι ακόμα — αν μου επιτρέπετε το σχόλιο — για να φέρετε βόλτα μια τέτοια δουλειά, της είπε ο αρχιφύλακας.