—Αλήθεια; Μα δεν είμαι και τόσο μικρή. Είμαι είκοσι δύο και νιώθω…
Κόπηκε καθώς η πόρτα άνοιξε και μπήκε ο Τζάιλς.
—Εντάξει, είπε μπαίνοντας. Τους είπα μέσες άκρες περί τίνος πρόκειται. Ελπίζω πως έκανα καλά, κύριε αρχιφύλακα, ε, τι λέτε κι εσείς;
—Πολύ καλά. Έτσι θα κερδίσουμε και χρόνο, είπε ο Τρόττερ. Λοιπόν, είσαστε έτοιμη, κυρία Νταίηβις;
Τέσσερις άνθρωποι μιλούσαν ταυτόχρονα, καθώς ο αρχιφύλακας Τρόττερ έμπαινε στη βιβλιοθήκη.
Αυτός που φώναζε περισσότερο απ’ όλους, τσιρίζοντας, ήταν ο Κρίστοφερ Ρεν, που έλεγε πως όλη αυτή ή ιστορία ήταν τόσο ανατριχιαστική και μακάβρια, που δεν θα τον άφηνε να κλείσει μάτι όλη τη νύχτα και μήπως θα μπορούσε να μάθει μερικές κάπως πιο τρομακτικές λεπτομέρειες;
Η κυρία Μπόυλ τον ακομπανιάριζε με μπάσα φωνή:
—Είναι εξωφρενικό, πλήρης αναξιότητα, έλεγε. Η αστυνομία δεν πρέπει ν’ αφήνει δολοφόνους να τριγυρνούν στην εξοχή.
Ο κύριος Παραβιτσίνι είχε αναπτύξει μια απαράμιλλη ευφράδεια – όπως αρμόζει σ’ έναν Ιταλό – κυρίως χρησιμοποιώντας τα χέρια του. Οι χειρονομίες του ήταν πιο εκφραστικές από τα λόγια κι έβαζε κάτω ακόμα και το μέταλλο της φωνής της κυρίας Μπόυλ. Και τέλος ένα εξασκημένο αυτί στους μουσικούς ήχους, θα μπορούσε να ξεχωρίσει μέσα σ’ εκείνη τη συναυλία, το βαρύ γάβγισμα του ταγματάρχη Μέτκαλφ, σ’ ένα ρυθμικότατο στακάτο. Απαιτούσε να μάθει γεγονότα.
Ο Τρόττερ τους άφησε για λίγο να ξεθυμάνουν και μετά άπλωσε τα χέρια του για να επιβάλλει σιωπή. Περιέργως σώπασαν όλοι.
—Ευχαριστώ, είπε. Ο κύριος Νταίηβις σας εξήγησε με λίγα λόγια για ποιο σκοπό έχω έρθει εδώ. Τώρα θέλω να μάθω ένα πράγμα μόνο και τίποτε άλλο κάτι και θέλω να το μάθω αμέσως. Ποιος από σας έχει σχέση με την υπόθεση της αγροικίας Λόνγκριτζ;
Τους κοίταζε ερευνητικά και περίμενε. Κανείς όμως δεν άνοιξε το στόμα του να πει κάτι. Τέσσερα πρόσωπα τον κοιτούσαν ανέκφραστα. Θα έλεγε κανείς πως τα συναισθήματα που ένοιωθαν μόλις πριν λίγο, η έξαψη, η αγανάκτηση, η υστερία και η περιέργεια, ήταν γραμμένα στα πρόσωπα τους με κιμωλία και κάποιος τώρα τα είχε σβήσει μ’ ένα σπόγγο.
Ο αρχιφύλακας δεν έχασε την υπομονή του κι είπε εντείνοντας τον τόνο του:
—Σας παρακαλώ, προσπαθήστε να με καταλάβετε, είπε συγκρατημένα. Κάποιος από σας, έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι βρίσκεται σε κίνδυνο! Θανάσιμο κίνδυνο! Πρέπει να εξακριβώσω ποιος από σας είναι αυτός.
Και πάλι κανείς δεν κινήθηκε, ούτε μίλησε.
Η φωνή του αρχιφύλακα ακούστηκε αυτή τη φορά κάπως θυμωμένη:
—Πολύ καλά θα σας ρωτήσω έναν-έναν, χωριστά. Εσείς κύριε Παραβιτσίνι, έχετε καμιά σχέση με την υπόθεση Λόνγκριτζ;
Ένα αμυδρό χαμόγελο τρεμόπαιξε στο πρόσωπο του Ιταλού. Σήκωσε τα χέρια σε ένδειξη διαμαρτυρίας.
—Εγώ είμαι ξένος σ’ αυτά τα μέρη, επιθεωρητά, δήλωσε. Δεν ξέρω τίποτα, μα τίποτα για τις τοπικές υποθέσεις από το παρελθόν.
Ο Τρόττερ δεν έχασε χρόνο. Στράφηκε στην κυρία Μπόυλ.
—Εσείς, κυρία Μπόυλ;
—Πραγματικά, δεν βλέπω που… θέλω να πω, δεν βλέπω με ποιο τρόπο θα μπορούσα να σχετίζομαι μ’ αυτή την αποκρουστική υπόθεση.
—Εσείς, κύριε Ρεν;
—Την εποχή που αναφέρεστε, ήμουν παιδί, είπε αυτός με τη διαπεραστική του φωνή. Δεν θυμάμαι να άκουσα ποτέ να μιλάνε γι αυτήν.
—Εσείς, Ταγματάρχα;
Ο ταγματάρχης απάντησε ξεκάθαρα:
—Εγώ, έτυχε να διαβάσω σχετικά, στις εφημερίδες. Αλλά την εποχή εκείνη ήμουν διορισμένος στο Εδιμβούργο.
—Αυτό είχατε να πείτε όλοι σας, ε;
Σιωπή ξανά.
Ο Τρόττερ αναστέναξε.
—Αν κάποιος από σας δολοφονηθεί, τότε δεν θα πρέπει να μεμφθείτε παρά μόνο τον ίδιο σας τον εαυτό.
Έκανε απότομη μεταβολή και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
—Φίλοι μου, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν, φοβερό μελόδραμα! Και πόσο καλοφτιαγμένος, δε συμφωνείτε; Πάντα θαύμαζα την αστυνομία. Η αυστηρότητα κι η εξυπνάδα σε συνδυασμό. Φοβερή αυτή η ιστορία. «Τα τρία τυφλά ποντικάκια». Αλήθεια, πώς είναι ο σκοπός;
Έσμιξε τα χείλη του και προσπάθησε να βρει το σκοπό σφυρίζοντας, αλλά η Μόλλυ ξεφώνισε αθέλητα.
—Μη!
Στριφογύρισε κοντά της γελώντας.
—Μα καλή μου, αυτό είναι το αγαπημένο μου τραγούδι, είπε. Δεν μου έτυχε ποτέ άλλοτε να με πάρουν για δολοφόνο και το φχαριστιέμαι πολύ.
—Κουραφέξαλα, είπε η κυρία Μπόυλ. Δεν πιστεύω ούτε λέξη.
Τα μάτια του Κρίστοφερ Ρεν την κοίταξαν σκανταλιάρικα.
—Τι είπατε, κυρία Μπόυλ; Κουραφέξαλα; Αλλά για να δούμε αν…
Χαμήλωσε τη φωνή του και την πλησίασε απ’ την πλάτη.
—…αν έρθω αθόρυβα από πίσω σας και νιώσετε τα κρύα χέρια μου να σας στρίβουν το λαιμό…
Η Μόλλυ οπισθοχώρησε έντρομη.
—Φοβίζεις τη γυναίκα μου, Ρεν, φώναξε ο Τζάιλς νευριασμένος. Αυτά είναι ηλίθια αστεία.