—Δεν είναι καθόλου αστείο, πρόσθεσε ο ταγματάρχης.
—Κι όμως, είναι… επέμεινε ο Κρίστοφερ Ρεν. Μόνο που είναι το αστείο του μανιακού δολοφόνου! Αυτό είναι που το κάνει τόσο εξαίσια μακάβριο.
Κοίταζε ολόγυρα τους άλλους κι όλο γελούσε πιο πολύ.
—Αν μπορούσατε να δείτε τα πρόσωπά σας, έκανε αυτός και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
Η κυρία Μπόυλ συνήλθε πρώτη.
—Αυτός ο νεαρός είναι εξαιρετικά κακομαθημένος και νευρωτικός, δήλωσε. Μου θυμίζει αυτούς τους αντιρρησίες συνείδησης.
—Μου έλεγε, είπε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ, πως σε κάποια αεροπορική επιδρομή είχε καταπλακωθεί στα συντρίμμια ενός κτιρίου κι έμεινε θαμμένος σαράντα οκτώ ολόκληρες ώρες μέχρι τα συνεργεία διάσωσης να κατορθώσουν να τον βρουν και να τον ξεθάψουν. Αυτό νομίζω δεν είναι και μικρό πράγμα, ε;
—Ο άνθρωπος μπορεί να βρίσκει ένα σωρό δικαιολογίες για τη νευρολογική του κατάσταση, είπε η κυρία Μπόυλ καυστικά. Εγώ, επί παραδείγματι, κατά τη διάρκεια του πολέμου, επωμίσθηκα τόσες φροντίδες, όσο κανείς άλλος κι ωστόσο, τα νεύρα μου εξακολουθούν να είναι υγιή.
—Ίσως να είναι στην ίδια κατάσταση με εσάς, κυρία Μπόυλ, παρατήρησε ο ταγματάρχης.
—Τι θέλετε να πείτε;
Ο ταγματάρχης είπε σχεδόν αδιάφορα.
—Νομίζω πως εσείς ήσασταν ο αξιωματικός στρατωνισμού σ’ αυτή την περιοχή το 1940, κυρία Μπόυλ.
Κοίταξε επίμονα τη Μόλλυ κι εκείνη κούνησε το κεφάλι της.
—Έχω δίκιο;
Ο θυμός άστραψε στο πρόσωπο της κυρίας Μπόυλ.
—Και τι μ’ αυτό; τον ρώτησε.
Ο Μέτκαλφ της είπε βαρύγδουπα:
—Και μάλιστα είσαστε η υπεύθυνη για την αποστολή των τριών παιδιών στο αγρόκτημα Λόνγκριτζ.
—Δε βλέπω βάσει ποίας λογικής θα μπορούσα να ήμουν υπεύθυνη για ότι συνέβη. Οι άνθρωποι του αγροκτήματος έδειχναν καλοί και ευγενικοί και ήθελαν να πάρουν τα παιδιά κοντά τους. Δεν βλέπω λοιπόν γιατί θα μπορούσε κανείς να με κατηγορήσει, ή γιατί αυτό με καθιστά υπεύθυνη…
Η φωνή της πνίγηκε.
—Και γιατί δεν τα είπατε όλα αυτά στον αρχιφύλακα Τρόττερ; ρώτησε ο Τζάιλς.
—Αυτό δεν είναι δουλειά της αστυνομίας, απάντησε η κυρία Μπόυλ με έξαψη. Μπορώ να φροντίσω μόνη μου τον εαυτό μου.
—Καλύτερα να προσέχετε, είπε ο ταγματάρχης ήρεμα.
Δεν είπε τίποτα άλλο και βγήκε απ’ το δωμάτιο.
—Μα, ναι, βέβαια, εσείς ήσασταν υπεύθυνη για το συσσίτιο, είπε η Μόλλυ. Τώρα σας θυμάμαι πολύ καλά.
—Ώστε, Μόλλυ, το ήξερες; είπε ο Τζάιλς κατάπληκτος.
—Εσείς είχατε εκείνο το μεγάλο σπίτι, είπε η Μόλλυ. Έτσι δεν είναι;
—Μου το είχαν επιτάξει, απάντησε αυτή με αξιοπρέπεια. Καταστράφηκε ολοσχερώς. Μου το επέστρεψαν σωστό ερείπιο.
Και τότε, ξαφνικά, ενώ κανείς δεν το περίμενε ο κύριος Παραβιτσίνι άρχισε να γελά. Έγειρε το κεφάλι του πίσω και γελούσε σιγά, μα αχαλίνωτα.
—Με συγχωρείτε, είπε, βρίσκω όλη αυτή την ιστορία διασκεδαστική. Τρομερά διασκεδαστική, μα την πίστη μου!
Εκείνη τη στιγμή ο αρχιφύλακας Τρόττερ ξαναγύρισε στο δωμάτιο. Έριξε μια αποδοκιμαστική ματιά στον κύριο Παραβιτσίνι και είπε:
—Είμαι ευτυχής που κάποιος εδώ μέσα τα βρίσκει όλα αυτά διασκεδαστικά.
—Ζητώ συγνώμη, κ. επιθεωρητά. Καταλαβαίνω πως παρεμποδίζω το έργο σας και υποβιβάζω τη σοβαρότητα των προειδοποιήσεών σας.
Ο Τρόττερ ανασήκωσε τους ώμους αδιάφορα.
—Κάνω ότι μπορώ προκειμένου να ξεκαθαρίσω αυτή την κατάσταση και δεν είμαι επιθεωρητής, αλλά μόνο αρχιφύλακας.
Στράφηκε στη Μόλλυ.
—Θα μου επιτρέψετε να χρησιμοποιήσω το τηλέφωνό σας, κυρία Νταίηβις;
—Εγώ σας απαλλάσσω της ταπεινής παρουσίας μου, είπε ο κύριος Παραβιτσίνι.
Σηκώθηκε και βγήκε αθόρυβα απ’ το δωμάτιο με εκείνο το νεανικό και λιγάκι πηδηχτό του βάδισμα που έκανε πάντα εντύπωση στη Μόλλυ.
—Πολύ παράξενος τύπος, παρατήρησε ο Τζάιλς.
—Εγκληματική φυσιογνωμία, πρόσθεσε ο Τρόττερ. Δεν μου εμπνέει εμπιστοσύνη.
—Ω, έκανε η Μόλλυ. Νομίζετε πως αυτός είναι που… μα είναι γέρος! Ή μήπως δεν είναι; Ξέρετε, χρησιμοποιεί μακιγιάζ. Και το βάδισμά του είναι νεανικό. Ίσως έχει μακιγιαριστεί για να φαίνεται γέρος. Νομίζετε πώς…
Ο αρχιφύλακας την κοίταξε αυστηρά.
—Δεν θα μας οδηγήσουν πουθενά οι αβάσιμες εικασίες, δήλωσε.
Προχώρησε προς το παράθυρο, όπου υπήρχε μια μικρή ροτόντα.
—Πρέπει να αναφέρω στον αστυνόμο Χόγκμπεν, είπε και άπλωσε το χέρι του προς το τηλέφωνο.
—Δεν θα μπορέσετε να τηλεφωνήσετε, είπε η Μόλλυ. Το τηλέφωνο είναι νεκρό.
—Τι; είπε ο Τρόττερ και στράφηκε προς το μέρος της.
Ο πανικός που χρωμάτισε τη φωνή του, τους ξάφνιασε όλους.
—Νεκρό; Από πότε;
—Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ προσπάθησε να τηλεφωνήσει λίγο πριν έρθετε και δεν μπόρεσε.
—Μα, λειτουργούσε κανονικά πριν από λίγο. Εσείς δε μιλήσατε με τον αστυνόμο Χόγκμπεν;