Выбрать главу

—Μάλιστα. Υποθέτω πως λειτουργούσε μέχρι τις δέκα κανονικά, αλλά μετά, με την κακοκαιρία, έπεσε η γραμμή.

Το πρόσωπο του αστυνομικού παρέμεινε σκυθρωπό:

—Περίεργο, είπε. Αναρωτιέμαι μήπως το έκοψε κανείς σκοπίμως.

Η Μόλλυ ξαφνιάστηκε.

—Πιστεύετε κάτι τέτοιο;

—Σε λίγο θα ξέρω με βεβαιότητα, είπε αυτός.

Όρμησε έξω και ο Τζάιλς, διστάζοντας για μια στιγμή, τον ακολούθησε.

Η Μόλλυ έμπηξε τις φωνές.

—Αυτό μας έλλειπε τώρα! Πλησιάζει η ώρα του φαγητού και δεν έχω ετοιμάσει τίποτα. Πρέπει να βιαστώ.

Η κυρία Μπόυλ μουρμούρισε εκνευρισμένα, καθώς την είδε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο και να τρέχει στην κουζίνα.

—Ανίκανο βρομοκόριτσο! Τι φριχτό μέρος. Δεν πληρώνω επτά λίρες για τέτοιο μέρος.

Ο αρχιφύλακας Τρόττερ με σκυμμένο κεφάλι, παρακολουθούσε το καλώδιο του τηλεφώνου.

—Είναι ντούμπλεξ; ρώτησε τον Τζάιλς.

—Μάλιστα. Η δεύτερη συσκευή βρίσκεται στην κρεβατοκάμαρά μας. Θέλετε να πάω να δω αν λειτουργεί;

—Αν δεν σας κάνει κόπο, απάντησε ο αστυνομικός.

Άνοιξε το παράθυρο και έσκυψε προς τα έξω, καθαρίζοντας με το χέρι του το χιόνι που υπήρχε πάνω στο περβάζι.

Ο Τζάιλς ανέβηκε τρέχοντας τα σκαλιά.

Ο κύριος Παραβιτσίνι καθόταν στο μεγάλο σαλόνι. Ήταν μόνος. Σηκώθηκε και προχώρησε προς το πιάνο. Κάθισε στο σκαμπό και άνοιξε το καπάκι. Σήκωσε το ένα του χέρι κι άρχισε να πατά τα πλήκτρα ένα-ένα, χρησιμοποιώντας μόνο το δείκτη.

Τρία τυφλά ποντικάκια, για κοίτα πως γυρνάνε…

Ο Κρίστοφερ Ρεν ήταν στο δωμάτιό του. Πηγαινοερχόταν δεξιά αριστερά, σφυρίζοντας δυνατά. Απότομα έπαψε και σωριάσθηκε στην άκρη του κρεβατιού. Έκρυψε το πρόσωπο μέσα στις παλάμες κι αναλύθηκε σε λυγμούς. Έκλαιγε σα μικρό παιδί κι ανάμεσα στους λυγμούς του μονολογούσε:

—Δεν μπορώ άλλο. Δεν αντέχω.

Απότομα πάλι άλλαξε. Σηκώθηκε και κράτησε τους ώμους του στητούς, το στήθος προτεταμένο.

—Πρέπει να συνεχίσω, μονολόγησε. Πρέπει να φτάσω μέχρι το τέλος.

Ο Τζάιλς στεκόταν μπροστά στο τηλέφωνο, μέσα στην κρεβατοκάμαρά τους. Έσκυψε στο πάτωμα. Δίπλα στο σοβαντεπί βρισκόταν πεσμένο ένα γάντι της Μόλλυ. Το πήρε στα χέρια του. Ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου γλίστρησε από μέσα. Ο Τζάιλς στάθηκε και το κοίταζε καθώς έπεφτε στο πάτωμα. Καθώς το έβλεπε, το πρόσωπό του άλλαξε. Ήταν άλλος άνθρωπος όταν περπάτησε αργά προς την πόρτα του δωματίου και την άνοιξε. Στάθηκε για λίγο στο κατώφλι, κοιτάζοντας προς το διάδρομο και το κεφαλόσκαλο.

Η Μόλλυ, στην κουζίνα, καθάρισε τις πατάτες, τις έριξε στην κατσαρόλα και την έβαλε στη φωτιά. Έριξε μια ματιά στο φούρνο, να δει πως πηγαίνει το κρέας. Αναστέναξε ικανοποιημένη, όλα ήταν εντάξει.

Στο τραπέζι της κουζίνας βρισκόταν η “Ήβνιν Στάνταρτ”, δύο ημερών παλιά πλέον. Συνοφρυώθηκε καθώς την κοίταξε. Αν μπορούσε να θυμηθεί…

Ξαφνικά έβαλε τα χέρια μπροστά στα μάτια της.

—Ω! ξεφώνισε, όχι! Δεν είναι δυνατόν!

Ύστερα από λίγο τα τράβηξε και κοίταξε γύρω της, σα να ήταν ξένη και να έβλεπε την κουζίνα για πρώτη φορά. Ήταν τόσο ζεστό το δωμάτιο… Και πλημμυρισμένο απ’ την γαργαλιστική μυρωδιά των φαγητών που ψήνονταν στη φωτιά.

—Ω, όχι! επανέλαβε άψυχα.

Κινήθηκε αργά, σαν υπνοβάτης προς την πόρτα. Την άνοιξε και βγήκε στο χολ. Το σπίτι ήταν σιωπηλό, εκτός…

από κάποιον που σφύριζε.

Αυτός ο σκοπός…

Η Μόλλυ ρίγησε κι επέστρεψε στην κουζίνα. Έμεινε για λίγο να κοιτάει αδιάφορα το οικείο της δωμάτιο. Ναι, όλα ήταν εντάξει. Ξαναπήγε στην πόρτα.

Ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κατέβηκε αθόρυβα απ’ τη σκάλα υπηρεσίας. Στάθηκε για λίγο στο βάθος του χολ και μετά άνοιξε τη ντουλάπα που υπήρχε κάτω απ’ τη σκάλα και κοίταξε μέσα. Όλα έμοιαζαν να είναι, όπως έπρεπε. Κανείς δε βρισκόταν εκεί κοντά. Ήταν η καλύτερη στιγμή για να κάνει αυτό που σχεδίαζε…

Η κ. Μπόυλ, στη βιβλιοθήκη, γύριζε με νευρικότητα τα κουμπιά του ραδιοφώνου.

Έπιασε ένα σταθμό. Μια συζήτηση για τη σημασία και την προέλευση των νανουρισμάτων. Ότι χειρότερο. Γύρισε πάλι το κουμπί. Μια διανοουμενίστικη φωνή την πληροφόρησε: «Η ψυχολογία του φόβου οφείλει να γίνει πλήρως κατανοητή. Ας υποθέσουμε πως βρίσκεστε μόνος σ’ ένα δωμάτιο. Μια πόρτα ανοίγει αθόρυβα πίσω σας…»

Πραγματικά μια πόρτα άνοιγε εκείνη τη στιγμή.

Η κυρία Μπόυλ έκανε μια απότομη κίνηση και γύρισε να δει ποιος ήταν.

—Α, εσείς είστε; είπε με ανακούφιση. Τι ηλίθια προγράμματα που έχει αυτό το ραδιόφωνο! Δεν μπορώ να βρω κάτι της προκοπής!

—Δεν πρέπει να σας σκοτίζει αυτό, κυρία Μπόυλ.

Η κυρία Μπόυλ κάγχασε:

—Και τι άλλο να κάνω; ρώτησε. Κλεισμένοι μέσα σ’ ένα σπίτι με ένα πιθανό δολοφόνο ανάμεσά μας. Μεταξύ μας, ποτέ δεν θα την πίστευα αυτή την μελοδραματική ιστορία…