—Αλήθεια, κυρία Μπόυλ;
—Γιατί το λέτε αυτό; Τι εννοείτε;
Η ζώνη του αδιάβροχου είχε κιόλας τυλιχτεί γύρω απ’ το λαιμό της, προτού προλάβει να καταλάβει τι σήμαινε αυτό! Το χέρι του δολοφόνου έστρεψε το κουμπί του ραδιοφώνου και η φωνή του εκφωνητή ακουγόταν τώρα πολύ δυνατή. Η ομιλία περί ψυχολογίας του φόβου συνεχιζόταν στο δωμάτιο, με ευφυείς παρατηρήσεις, μα κανείς δεν ενδιαφερόταν πια να την ακούσει. Κυρίως η κυρία Μπόυλ.
Δεν έγινε καμιά φασαρία.
Ο δολοφόνος ήταν πολύ έμπειρος για κάτι τέτοιο.
Ήταν όλοι μαζεμένοι στην κουζίνα. Οι πατάτες έβραζαν απολαυστικά στη φωτιά του γκαζιού. Μια κρεατόπιτα ροδοκοκκίνιζε στο φούρνο αφήνοντας ένα δυνατό άρωμα που άνοιγε την όρεξη.
Τέσσερις άνθρωποι στέκονταν τρέμοντας και κοίταζαν ο ένας τον άλλον· ο πέμπτος, η Μόλλυ, άσπρη σαν το χαρτί, προσπαθούσε να πιει το ποτήρι με το ουίσκι που ο έκτος ο αρχιφύλακας Τρόττερ της είχε δώσει.
Ο ίδιος ο αρχιφύλακας, με μια άγρια και θυμωμένη έκφραση, κοίταζε γύρω του. Είχαν περάσει μόλις πέντε λεπτά απ’ τη στιγμή που οι στριγκλιές της Μόλλυ τον είχαν κάνει να επιστρέψει τρέχοντας, στη βιβλιοθήκη. Το ίδιο είχε συμβεί και με τους άλλους.
—Θα πρέπει να είχε μόλις πεθάνει όταν την βρήκατε, κυρία Νταίηβις, είπε. Είσαστε βεβαία πως δεν είδατε ή ακούσατε κανέναν καθώς ερχόσασταν απ’ το χολ;
—Άκουσα κάποιον να σφυρίζει, είπε η Μόλλυ αχνά. Μα αυτό ήταν πιο πριν. Νομίζω… όμως, δεν είμαι βέβαιη… νομίζω ότι άκουσα μια πόρτα να κλείνει… πολύ απαλά, κάπου εδώ γύρω… τη στιγμή που έμπαινα στη βιβλιοθήκη.
—Ποια πόρτα; ρώτησε ο αρχιφύλακας.
—Δεν ξέρω.
—Σκεφθείτε, κυρία Νταίηβις. Προσπαθήστε να θυμηθείτε. Πάνω, κάτω, δεξιά, αριστερά;
—Δεν ξέρω, δεν ξέρω, σας λέω, κλαψούρισε η Μόλλυ. Δεν είμαι κιόλας βέβαιη αν άκουσα κάτι.
—Θα πάψετε να τη βασανίζετε; φώναξε άγρια ο Τζάιλς. Δεν βλέπετε σε τι κατάσταση βρίσκεται;
—Ψάχνω για ένα δολοφόνο, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας. Με συγχωρείτε, κ. πλωτάρχα Νταίηβις!
—Δε μεταχειρίζομαι πια τον βαθμό που είχα στο ναυτικό κατά τον πόλεμο, είπε ο Τζάιλς.
—Σωστά, κύριε Νταίηβις, είπε ο αρχιφύλακας σα να ξεκαθάρισε κάποιο σημείο. Όπως σας έλεγα και πριν, συνέχισε, ερευνώ μια υπόθεση δολοφονίας! Μέχρι τώρα κανείς δεν δείχνει να με έχει πάρει στα σοβαρά. Το ίδιο και η κυρία Μπόυλ. Μου έκρυψε πληροφορίες. Απέφυγε να με βοηθήσει. Το ίδιο κάνετε κι εσείς τώρα. Η κυρία Μπόυλ δεν το αντιλήφθηκε. Απέκρυψε πληροφορίες. Όλοι το κάνετε αυτό. Λοιπόν, η κυρία Μπόυλ είναι τώρα νεκρή! Μέχρι να ξεκαθαρίσουμε την υπόθεση και γρήγορα μάλιστα, σκεφθείτε ότι μπορεί να υπάρξει κι άλλος νεκρός!
—Κι άλλος; Αδύνατον! Γιατί;
—Γιατί τα τυφλά ποντικάκια ήταν τρία.
Ο Τζάιλς φώναξε δύσπιστα:
—Δηλαδή ένας θάνατος για κάθε ποντίκι; Αλλά τότε θα πρέπει να υπάρχει κάποια σχέση. Δηλαδή, θέλω να πω, κάτι που να συνδέεται με εκείνη την υπόθεση!
—Έτσι πρέπει να είναι, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας.
—Ναι, μα γιατί ειδικά εδώ;
—Γιατί στο σημειωματάριο που βρήκαμε, αναφέρονταν μόνο δυο διευθύνσεις. Υπήρχε μόνο ένα υποψήφιο θύμα στην οδό Κάλβερ. Είναι νεκρό. Αλλά εδώ στο Μόνκσγουελ Μάνορ υπάρχει πολύ κυνήγι.
—Ανοησίες, Τρόττερ είπε ο Τζάιλς. Θα ήταν η πιο απίθανη σύμπτωση να μπορούσαν να βρεθούν δυο άτομα μαζί, εδώ μέσα, που θα είχαν κάποια σχέση με το αγρόκτημα Λόνγκριτζ!
—Κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες, δεν θα αποτελούσε καμία σύμπτωση! Σκεφτείτε το κι αυτό, κύριε Νταίηβις! απάντησε ο αρχιφύλακας και γυρίζοντας προς τους άλλους, συνέχισε: Έχω τις καταθέσεις σας για το που βρισκόταν ο καθένας από σας όταν δολοφονήθηκε η κυρία Μπόυλ. Θέλω να τις επιβεβαιώσω. Είσαστε στο δωμάτιό σας, κύριε Ρεν, όταν ακούσατε τις φωνές της κυρίας Νταίηβις;
—Μάλιστα, κ. αρχιφύλακα.
—Εσείς, κύριε Νταίηβις, βρισκόσασταν επάνω στην κρεβατοκάμαρα κι εξετάζατε τη συσκευή του τηλεφώνου;
—Ναι, είπε ο Τζάιλς.
—Ο κύριος Παραβιτσίνι κατέθεσε πως βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο σαλόνι κι έπαιζε πιάνο. Κανείς δεν σας άκουσε, κύριε Παραβιτσίνι;
—Μα, έπαιζα πολύ σιγά, κύριε αρχιφύλακα. Με το ένα δάχτυλο.
—Και τι παίζατε;
—“Τα τρία τυφλά ποντικάκια”, είπε χαμογελώντας βιασμένα. Έπαιζα το σκοπό που σφύριζε επάνω ο κύριος Ρεν. Αυτό το τραγουδάκι στριφογυρίζει στη σκέψη όλων μας.
—Φριχτός σκοπός, δήλωσε η Μόλλυ.
—Τι έγινε με το τηλέφωνο; ρώτησε ο ταγματάρχης Μέτκαλφ. Είναι κομμένο επίτηδες;
—Μάλιστα, Ταγματάρχα, απάντησε ο αρχιφύλακας. Το καλώδιο είναι κομμένο, ακριβώς κάτω απ’ το παράθυρο της τραπεζαρίας. Μόλις το είχα ανακαλύψει, όταν άκουσα τις στριγκλιές της κυρίας Νταίηβις.
—Το θεωρώ ανόητο, είπε ο Κρίστοφερ Ρεν. Πως θα μπορούσε να ελπίζει ο δολοφόνος ότι θα γλιτώσει;