Ο αρχιφύλακας τον κοίταξε εξεταστικά πριν απαντήσει.
—Ίσως να μην τον ενδιαφέρει και τόσο. Ή πάλι να νομίζει ότι είναι πολύ πιο έξυπνος από εμάς. Οι δολοφόνοι συχνά πιστεύουν κάτι τέτοιο. Ξέρετε, παρακολουθούμε μαθήματα ψυχολογίας στην εκπαίδευσή μας. Η ιδιοσυγκρασία ενός σχιζοφρενούς είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα.
—Δεν σταματάτε λέω εγώ τη φιλολογία! είπε ο Τζάιλς νευριασμένα.
—Βεβαίως, κύριε Νταίηβις. Αυτή τη στιγμή μας απασχολούν δυο λέξεις μόνο. Η μία είναι «φόνος» και η άλλη «κίνδυνος»! Σ’ αυτές πρέπει να συγκεντρωθούμε τώρα! Λοιπόν, Ταγματάρχα, ας ξεκαθαρίσουμε και τις δικές σας κινήσεις. Είπατε πως βρισκόσασταν στο κελάρι… Γιατί;
—Έτσι, από περιέργεια, είπε αυτός. Κοίταζα εκείνη τη ντουλάπα που βρίσκεται κάτω απ’ τη σκάλα και τότε πρόσεξα μια πόρτα εκεί δίπλα. Την άνοιξα και είδα μια σκάλα. Κατέβηκα. Ωραίο κελάρι, έχετε, είπε γυρίζοντας στον Τζάιλς. Μοιάζει με κρύπτη από μεσαιωνικό μοναστήρι.
—Δεν κάνουμε αρχαιολογική έρευνα, Ταγματάρχα, τον διέκοψε ο αρχιφύλακας. Κάνουμε έρευνα για φόνο! Θέλετε να με προσέξετε για λίγο, κύρια Νταίηβις; Θα αφήσω την πόρτα της κουζίνας ανοιχτή.
Βγήκε έξω κι υστέρα από λίγο μια πόρτα έκλεισε απαλά με ένα ελαφρύ τρίξιμο.
—Αυτό ακούσατε; την ρώτησε ξαναμπαίνοντας απ’ την ανοιχτή πόρτα.
—Τι να σας πω; Δε νομίζω…
—Ήταν η πόρτα της ντουλάπας κάτω απ’ τη σκάλα, είπε ο αρχιφύλακας. Είναι πιθανό, ξέρετε, ο δολοφόνος αφού σκότωσε την κυρία Μπόυλ, να γλίστρησε στο χολ, να σας άκουσε όμως να έρχεσθε και έτσι να αναγκάσθηκε να κρυφτεί μέσα στη ντουλάπα, κλείνοντας πίσω του την πόρτα.
—Τότε τα δακτυλικά του αποτυπώματα θα βρίσκονται στο εσωτερικό της ντουλάπας, φώναξε θριαμβευτικά ο Κρίστοφερ Ρεν.
—Και τα δικά μου επίσης, συμπλήρωσε ήρεμα ο ταγματάρχης Μέτκαλφ.
—Ακριβώς, παραδέχτηκε ο αρχιφύλακας. Έχουμε όμως μια ικανοποιητική εξήγηση γι’ αυτά, έτσι δεν είναι;
—Για ακούστε εδώ, κύριε αρχιφύλακα, είπε ο Τζάιλς. Ξέρω, έχετε αναλάβει την υπόθεση, αλλά βρίσκεσθε στο σπίτι μου και νοιώθω υπεύθυνος απέναντι στους ανθρώπους που μένουν εδώ. Δεν θα έπρεπε να λάβουμε προφυλακτικά μέτρα;
—Δηλαδή, σαν τι, κύριε Νταίηβις;
—Να, για να είμαι ειλικρινής, θέλω να σας προτείνω να θέσετε υπό περιορισμό το πρόσωπο που ενδείκνυται ξεκάθαρα ως κύριος ύποπτος.
Το βλέμμα του στυλώθηκε πάνω στον Κρίστοφερ Ρεν.
Αυτός ο τελευταίος χίμηξε μπροστά και η φωνή του ακούστηκε στριγκλιάρικη, υστερική.
—Ψέματα! Ψέματα! Είσαστε όλοι εναντίον μου. Όλοι είναι πάντα εναντίον μου! Θέλετε να με ενοχοποιήσετε! Είναι παγίδα! Παγίδα!
—Έλα, σύνελθε νεαρέ! είπε ο ταγματάρχης.
—Μην ανησυχείς, Κρις, είπε η Μόλλυ. Δεν υπάρχει λόγος να ταράζεσαι.
Ακούμπησε προστατευτικά το χέρι της στο μπράτσο του.
—Μη φοβάσαι, κανείς δεν πρόκειται να σε πειράξει.
Και γυρίζοντας προς τον αστυνομικό, απαίτησε μια διαβεβαίωση.
—Πέστε του πως κανείς δεν τα έχει βάλλει μαζί του.
—Δεν παγιδεύουμε τον κόσμο, είπε αυστηρά ο αρχιφύλακας.
—Πέστε του πως δεν πρόκειται να τον συλλάβετε!
—Δεν σκοπεύω να συλλάβω κανέναν! Για να κάνω κάτι τέτοιο χρειάζομαι αποδείξεις. Και για την ώρα δεν υπάρχουν αποδείξεις.
—Νομίζω πως τρελαθήκατε εσείς οι δυο, φώναξε ο Τζάιλς αγανακτισμένος κοιτάζοντας τη γυναίκα του και τον αρχιφύλακα. Μόνο ένα πρόσωπο εδώ μέσα, ταιριάζει απόλυτα…
—Περίμενε, σε παρακαλώ, Τζάιλς, τον διέκοψε η Μόλλυ. Σε παρακαλώ, μη μιλάς. Αρχιφύλακα, μπορώ να σας μιλήσω ιδιαιτέρως;
—Εγώ δεν πρόκειται να το κουνήσω από εδώ, δήλωσε ο Τζάιλς με πείσμα.
—Όχι, σε παρακαλώ, Τζάιλς.
Το πρόσωπο του Τζάιλς αναψοκοκκίνισε. Προσπάθησε να κρατήσει την αυτοκυριαρχία του.
—Δεν ξέρω τι σε έπιασε, Μόλλυ, είπε.
Ακολούθησε τελευταίος τους άλλους που έβγαιναν από το δωμάτιο και βρόντησε πίσω του την πόρτα.
—Λοιπόν, κυρία Νταίηβις, τι συμβαίνει; ρώτησε ο αστυνομικός.
Η Μόλλυ έπιασε το χέρι του.
—Κύριε αρχιφύλακα, όταν μας μιλήσατε για την υπόθεση του αγροκτήματος Λόνγκριτζ, υποθέσατε πως θα έπρεπε να είναι το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας που… ευθύνεται για όλα αυτά. Το είπατε με βεβαιότητα, πλην όμως δεν το ξέρατε;
—Αυτό είναι αλήθεια, κυρία Νταίηβις. Αλλά όλες οι ενδείξεις κατευθύνουν εκεί. Η αναφορά του ψυχίατρου μιλά για διανοητική αστάθεια και ακολουθεί η λιποταξία.
—Το ξέρω, είπε η Μόλλυ, και όλα αυτά μοιάζουν να ταιριάζουν γάντι με τον Κρίστοφερ Ρεν. Αλλά δεν μπορώ να το πιστέψω πως είναι αυτός. Θα… θα υπάρχουν κι άλλες εκδοχές. Δεν είχαν αυτά τα παιδιά άλλους συγγενείς, θείους, ξαδέλφια, για παράδειγμα;
—Και βέβαια είχαν, αποκρίθηκε ο αρχιφύλακας. Η μητέρα τους μόνο είχε πεθάνει, ο πατέρας τους όμως υπηρετούσε στο στρατό, κάπου στο εξωτερικό.