Ο Κρίστοφερ προχώρησε αργά προς την πόρτα.
—Δεν θα είμαι πολύ μακριά, είπε.
Τα λόγια αυτά απευθύνονταν στη Μόλλυ και έκρυβαν ένα σαφές υπονοούμενο.
—Θα ξεκουμπιστείς, επιτέλους; φώναξε ο Τζάιλς.
Ο Κρίστοφερ έβγαλε μια στριγκλιάρικη φωνή, κοροϊδεύοντας τον Τζάιλς.
—Αμέσως, κύριε διοικητά.
Η πόρτα έκλεισε πίσω του και ο Τζάιλς στράφηκε στη Μόλλυ.
—Για όνομα του θεού, Μόλλυ, δεν έχεις καθόλου μυαλό; Κλεισμένη εδώ μέσα μ’ έναν επικίνδυνο μανιακό;
—Δεν είναι ο… διαμαρτυρήθηκε η Μόλλυ, άλλαξε όμως αμέσως τη φράση της και πρόσθεσε… δεν είναι επικίνδυνος! Εξάλλου, Τζάιλς, μπορώ να φυλαχτώ. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου.
Αυτός γέλασε σαρκαστικά.
—Όπως η κυρία Μπόυλ;
—Ω, Τζάιλς, σταμάτα.
—Με συγχωρείς, αγάπη μου, αλλά έχω ανάψει. Είναι κι αυτό το βλαμμένο παιδί. Αναρωτιέμαι τι του βρίσκεις.
—Τον λυπάμαι, Τζάιλς, είπε η Μόλλυ.
—Λυπάσαι ένα μανιακό δολοφόνο;
Η Μόλλυ του έριξε μια καταφρονετική ματιά.
—Μπορώ να λυπηθώ κι ένα μανιακό, ξέρεις, είπε.
—Και είναι ανάγκη να τον φωνάζεις με το μικρό του όνομα; Αλήθεια, από πότε, παρακαλώ, μιλάτε με τα μικρά σας ονόματα;
—Ω, Τζάιλς, μη γίνεσαι γελοίος. Όλοι στις μέρες μας χρησιμοποιούν τα μικρά τους ονόματα. Το ξέρεις. Το κάνεις κι εσύ.
—Όχι, όμως, και δυο μέρες μετά τη γνωριμία. Αλλά ίσως να υπάρχει κάτι περισσότερο απ’ αυτό. Ίσως γνώριζες αυτόν τον Κρίστοφερ Ρεν, τον ψευτοαρχιτέκτονα από πριν, προτού έρθει εδώ. Πιθανόν μάλιστα εσύ να του πρότεινες να έρθει. Πιθανόν να τα έχετε κιόλας τακτοποιήσει μεταξύ σας.
Η Μόλλυ τον κοίταξε εμβρόντητη.
—Τζάιλς, μήπως έχασες το μυαλό σου; Τι διάβολο, φαντάζεσαι;
—Φαντάζομαι ότι αυτός ο Κρίστοφερ Ρεν είναι ένας παλιός σου γνωστός, με τον όποιον είχες πολύ στενότερες σχέσεις, απ’ αυτές που ήθελες να ξέρω.
—Τζάιλς, πρέπει να σου έστριψε καμιά βίδα!
—Υποθέτω πως θα επιμένεις ότι εδώ τον συνάντησες για πρώτη φορά. Περίεργο πάντως που ήρθε να μείνει σ’ ένα τόσο απομακρυσμένο μέρος, όπως αυτό, στα καλά καθούμενα. Έτσι δεν είναι;
—Δεν βλέπω γιατί θα έπρεπε να είναι περίεργο αυτό. Κι ο ταγματάρχης Μέτκαλφ κι η κυρία Μπόυλ είναι περίεργο που ήρθαν να μείνουν εδώ;
—Διάβασα κάπου ότι αυτοί οι μυστήριοι παλαβιάρηδες, ελκύουν τις γυναίκες, σα μαγνήτης. Απ’ ότι φαίνεται έτσι είναι. Μόλλυ, πες μου: πώς τον γνώρισες; Πότε άρχισε αυτή η ιστορία;
—Είσαι τελείως ανόητος, Τζάιλς. Δεν είχα ξαναδεί τον Κρίστοφερ Ρεν. Τον γνώρισα για πρώτη φορά όταν ήρθε εδώ!
—Και δεν ήσουν στο Λονδίνο πριν από δυο μέρες; Εκεί δεν τον συνάντησες και κανονίσατε να έρθει σαν πελάτης;
—Ξέρεις, Τζάιλς, πολύ καλά ότι έχω να πάω στο Λονδίνο εδώ και πολλές εβδομάδες.
—Αλήθεια; Πολύ ενδιαφέρον!
Τράβηξε απ’ την τσέπη του ένα γάντι και της το έδειξε.
—Αυτό είναι ένα από τα γάντια που φορούσες προχθές, μη μου πεις όχι. Την ήμερα που εγώ είχα πάει στο Σέιλχαμ να πάρω το σύρμα.
—Την ήμερα που είχες πάει στο Σέιλχαμ για ν’ αγοράσεις το σύρμα, επανέλαβε η Μόλλυ, καρφώνοντάς τον με το βλέμμα της ναι, φορούσα αυτά τα γάντια όταν βγήκα έξω.
—Είπες ότι κατέβηκες στο χωριό. Αν είναι έτσι, τότε τι γυρεύει αυτό εδώ μέσα στο γάντι;
Κατηγορηματικά της έδειξε ένα ροζ εισιτήριο λεωφορείου.
Μονομιάς έπεσε σιωπή.
—Πήγες στο Λονδίνο, είπε ο Τζάιλς με άγρια χαρά.
—Πολύ καλά, απάντησε η Μόλλυ και σήκωσε το κεφάλι της προκλητικά. Πήγα στο Λονδίνο, μάλιστα.
—Για να συναντήσεις αυτό τον ηλίθιο, τον Κρίστοφερ Ρεν.
—Όχι, δεν πήγα να συναντήσω τον Κρίστοφερ.
—Τότε γιατί πήγες;
—Για την ώρα, Τζάιλς, δεν σκοπεύω να σου πω, είπε παγερά η Μόλλυ.
—Βέβαια, πρέπει να βρεις τον καιρό να σοφιστείς μια καλή ιστορία, ε;
—Μου φαίνεται, Τζάιλς, έκανε απειλητικά η Μόλλυ, ότι αρχίζω να σε μισώ!
—Εγώ δεν σε μισώ, ομολόγησε πικρά αυτός, όμως, δε σου το κρύβω, ότι σχεδόν θα ήθελα να νοιώθω έτσι. Αυτό που νοιώθω είναι ότι δε σε γνωρίζω πια… δεν ξέρω τίποτα για σένα!
—Το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ, είπε η Μόλλυ. Είσαι ένας ξένος. Ένας άνδρας που μου λέει ψέματα!
—Πότε σου είπα ψέματα;
Η Μόλλυ γέλασε.
—Νομίζεις ότι πίστεψα ποτέ αυτή την ιστορία με τα σύρματα; Κι εσύ είχες πάει εκείνη την ήμερα στο Λονδίνο.
—Υποθέτω ότι με είδες εκεί, είπε ο Τζάιλς και δε με εμπιστεύεσαι αρκετά για να…
—Να σε εμπιστευθώ; Ποτέ δεν πρόκειται πια να εμπιστευθώ κανέναν! Ποτέ πια…
Κανείς τους δεν πρόσεξε το απαλό άνοιγμα της πόρτας.
Ο κύριος Παραβιτσίνι ξερόβηξε.
—Νοιώθω αμήχανα! μουρμούρισε. Εσείς οι νέοι όταν μαλώνετε δεν ξέρετε τι λέτε. Είναι πολύ εύκολο να σου ξεφύγει κάτι και να πεις μια κουβέντα παραπάνω σ’ ένα ερωτικό καβγαδάκι.
—Ερωτικό καβγαδάκι! είπε ο Τζάιλς περιφρονητικά Καλό κι αυτό!